Η οίηση της Συνέχειας

Λέμε πως είμαστε δημοκρατικός λαός και δεν έχουμε κληρονομικούς τίτλους ευγενείας. Βέβαια ορισμένα αξιώματα στη χώρα μας έγιναν κληρονομικά (π. χ. οι υψηλές θέσεις στην πολιτική, ή στα ΑΕΙ).  Μπορεί να μην υπάρχουν δούκες και βαρόνοι, αλλά τελικά μας κυβερνάνε μερικές οικογένειες.

 

Ωστόσο και αυτοί απλώς εκμεταλλεύονται τις διασυνδέσεις και την πελατεία – δεν διαλαλούν ότι είναι γαλαζοαίματοι, ή (όπως λέει ο Φίγκαρο του Μπωμαρσαί) ότι αξίζουν μόνο επειδή «έλαβαν τον κόπο να γεννηθούν».

 

Ωστόσο κάτι τέτοιο το πιστεύουν όλοι οι Έλληνες. Πάνω από το 90%, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, αισθάνονται υπερήφανοι επειδή είναι Έλληνες. Κατά την έκφραση γνωστού Ελληνομανούς θεωρούν τους εαυτούς τους «αριστοκράτες των λαών».

 

Πέρα από το ότι κάτι τέτοιο είναι ξεκάθαρα ρατσιστικό, είναι και φαιδρό. Όχι μόνο διότι δεν υφίστανται τέτοιες συλλογικές διακρίσεις ποιότητας. Αλλά διότι δεν υπάρχει πιο παράλογο πράγμα από την υπερηφάνεια για την καταγωγή.

 

Να είμαι υπερήφανος για όσα πέτυχα στην ζωή μου, για τα πράγματα που έκανα – ναι, το καταλαβαίνω. Αλλά να νιώθω σπουδαίος επειδή γεννήθηκα... γιατί;

 

Αμέσως θα μου θυμίσουν την δόξα της αρχαίας Ελλάδας. Κι ας δεχθώ προς στιγμήν (που δεν το δέχομαι) ότι είμαστε κατευθείαν απόγονοι των αρχαίων. Τι κερδίζουμε από αυτό, πέρα από μία συντριπτική για μας σύγκριση;

 

Ο γιος του νομπελίστα δεν είναι σπουδαίος επειδή ο μπαμπάς του πήρε Νόμπελ. Μάλλον τον βαραίνει αυτό.

 

Στις εθνικιστικές φαντασιώσεις επιστρέφει πάντα το θέμα της Συνέχειας. Κι εγώ λέω: δεν με ενδιαφέρει. Δεν θα νιώσω ούτε 1% καλύτερα αν μου πείτε πως κατάγομαι από τον Πλάτωνα (μάλλον χειρότερα). Και πιο πολύ εκτιμώ τον γιο του μετανάστη που πρόκοψε κάτω από δύσκολες συνθήκες, από τον γιο του ακαδημαϊκού.

 

Παρακολουθώ κατά καιρούς επιστήμονες που προσπαθούν (καμιά φορά με το ζόρι) να αποδείξουν με γονίδια και DNA την αρχαιοελληνική καταγωγή μας. Βέβαια αν είχαν διαβάσει λίγο ιστορία θα καταλάβαιναν πόσο μάταιη είναι η έρευνα – από αυτή τη χώρα έχουν περάσει φυλές και φύλα. (Οι αρχαιότεροι σημερινοί κάτοικοι της Αττικής είναι Αρβανίτες).

 

Αλλά έστω ότι αποδεικνύεται επιστημονικά και περίτρανα – τι έγινε; Θα μεγαλώσει το κατά κεφαλήν εισόδημα, ή θα βελτιωθεί η πνευματική μας παραγωγή; Μόνο η εθνική οίηση θα αυξηθεί – αυτή που συνέχεια μας χαντακώνει. Μας κάνει να νιώθουμε μόνιμα «ριγμένοι» διότι ως «αριστοκράτες» θα έπρεπε να έχουμε προνόμια και να τυχαίνουμε ειδικής μεταχείρισης. Το γεγονός ότι η διεθνής κοινότης δεν το αναγνωρίζει, το εκλαμβάνουμε ως περιφρόνηση και αποτέλεσμα διεθνούς συνωμοσίας εναντίον μας.

 

Βέβαια υπάρχει μία άλλη συνέχεια – η πνευματική, που αποδεικνύεται από την επιβίωση της γλώσσας. Μπορεί να είναι σημαντική, αν, εκτός από την γλώσσα (που είναι επίκτητη – κι ένας Αφρικανός μετανάστης μπορεί να γίνει Έλληνας ποιητής) σημαίνει και την συνέχεια της παράδοσης. Θα παρατηρήσω ότι αυτό είναι θέμα παιδείας. Η δική μας είναι γεμάτη μύθους και κομπασμούς, αλλά υστερεί σε ουσία. Π. χ. πιο κοντά στην αρχαία παράδοση βρίσκονται οι αλλοδαποί ελληνιστές άλλων χωρών, από εμάς.

 

Τελειώνοντας αυτή τη σειρά των σημειώσεων θέλω να υπογραμμίσω ένα θέμα: όλα αυτά τα κείμενα έδειχναν την προσκόλληση και την εξάρτηση μας από το παρελθόν. Δεν έχω γνωρίσει κανένα Ιταλό που να αναφέρεται συνεχώς στη δόξα της αρχαίας Ρώμης – ή ακόμα και της Αναγέννησης. Νομίζω πως είναι καιρός να κοιτάξουμε μπροστά. Είναι δύσκολο να προχωρήσει κανείς με το κεφάλι γυρισμένο προς τα πίσω.