Για τον Νίκο Καββαδία (γράμμα στον Κόλια)

Σε φαντάζομαι στο σκοτάδι, ανάμεσα στα καζάνια. Σου άρεσε πάντα να κάνεις παρέα με τους θερμαστές. Και βέβαια δεν θα δεχόσουνα να πας στο βαρετό επάνω κατάστρωμα, όπου όλοι οι ενάρετοι παίζουν την άρπα πατώντας στα συννεφάκια. Εσένα σε έθρεφε η αμαρτία - των άλλων πιο πολύ κι από την δική σου. (Γιατί εδώ που τα λέμε, οι δικές σου αμαρτίες δεν άξιζαν ούτε μισή κόλαση. Παρίστανες τον καταραμένο και ήσουν αρνάκι).

Δεν ξέρω τι μαθαίνεις από τον κόσμο μας – αλλά τα νέα για σένα είναι καλά. Ήσουνα τυχερός, σε συνάντησαν σπουδαίοι συνθέτες. Οι ομότεχνοί σου – καλοί, καλύτεροι, μέτριοι – ξεχάστηκαν. Ποιος θυμάται τώρα τον Τέλλο Άγρα, τον Μήτσο Παπανικολάου, τους δύο Αλέξανδρους – Μπάρα και Μάτσα; Για να μην αναφέρω τους λίγο παλιότερους, αλλά πολύ συγγενικούς σου, Λαπαθιώτη, Μελαχρινό και Ουράνη.

Εσένα σε ανακάλυψαν ο Γιάννης Σπανός (υπέροχη η μελοποίηση του Mal du Depart) και η Μαρίζα Κώχ. Αλλά το φιλί της αθανασίας σου το έδωσε ο Θάνος Μικρούτσικος. Στον «Σταυρό του Νότου» και μετά στις «Γραμμές των Οριζόντων» έχουμε μία από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου μουσική και στίχος, σε ισότιμη διάταξη, δημιούργησαν ένα νέο αισθητικό επίτευγμα.

Δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται. Στις περισσότερες περιπτώσεις μελοποίησης, δεν συναντούμε σύντηξη ισότιμων πραγμάτων, αλλά μονόπλευρη δημιουργία. Τα περισσότερα Lieder του Schubert έχουν αφελέστατους στίχους κι επιβιώνουν μόνο χάρη στην μουσική. Όσους από την άλλη πλευρά επιχείρησαν να μελοποιήσουν Καβάφη τους συνέθλιψε το βάρος των στίχων.

Όμως εσύ έδωσες διάρκεια στον Μικρούτσικο και αυτός σε σένα. Από τώρα κι εμπρός θα πορεύεστε μαζί. Δεν είναι πια εύκολο για κάποιον να διαβάσει ποίημά σου χωρίς μέσα του να ακούει την μελωδία. Αυτό μερικές φορές μπορεί να είναι κακό για την ποίηση – γιατί χάνει την δική της μουσική και, αναγκαστικά, αποκτά μίαν άλλη. Όσο κι αν είναι π. χ. ιδιοφυής η μελοποίηση του «Άξιον Εστί» από τον Μίκη Θεοδωράκη, υπάρχουν στιγμές όπου νοσταλγώ τον ήχο του Ελύτη όπως τον αισθάνθηκα πριν από την μουσική.

Όμως με τα δικά σου ποιήματα δεν έγινε αυτό. Ο Μικρούτσικος τα ολοκλήρωσε, τα συμπλήρωσε, τα επεξέτεινε. Τα ήξερα απέξω τα περισσότερα (θυμάσαι που σου είχε κάνει εντύπωση όταν συναντηθήκαμε). Και ακούγοντας την μουσική, βρήκα, από την πρώτη στιγμή, πως είχε βγει από μέσα τους. Ο συνθέτης διάβασε τους στίχους σαν παρτιτούρες!

Τυχερέ Καββαδία! Σε τραγουδάει τώρα όλη η Ελλάδα:

                                   Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε.
                                   Στα μάτια τους τα ζωηρά περνούν οι οπτασίες του.

Όπως έγραφε και ο γέρος της Αλεξάνδρειας.

Θυμάσαι εκείνο το ταξίδι με 10 μποφόρ στην Αδριατική; Όλη νύχτα μιλούσαμε για ποίηση και την επόμενη μέρα στομαχιάσαμε με τους αστακούς. Κανένας επιβάτης δεν είχε κατέβει για φαγητό.

Όλη νύχτα πίναμε ουίσκι, ακούγοντας τον ασύρματο και απαγγέλλοντας στίχους. Το «Λυδία» έτριζε και βόγκαγε μέσα στην θύελλα. Εσύ πότε μαρκόνης, πότε ποιητής, γέλαγες με τους φόβους των άλλων. Ήξερες πως ο ειρωνικός σου θάνατος θα ερχόταν στην στεριά.