Ένα κεφάλαιο από τους ";Δρόμους"; (κι ένα σημερινό υστερόγραφο)

Έτυχε να διαβάσω σήμερα μία φράση του André Gide και το γράψιμό μου άλλαξε πορεία. Αυτό που τον κάνει να γράφει, σημειώνει, είναι: «un urgent besoin de sympathie» (μία επείγουσα ανάγκη συμπάθειας). Η διατύπωση αυτή εκφράζει απόλυτα τα κίνητρά μου (φαντάζομαι και πολλών άλλων). Η σημαντική λέξη εδώ είναι το «επείγον». Σίγουρα όλοι έχουμε ανάγκη συμπάθειας αλλά, για μένα, αυτός που γράφει είναι ιδιαίτερα αχόρταγος και ανυπόμονος.

 

Και τελικά, ανικανοποίητος. Γιατί αυτή η συμπάθεια που χρειάζεται, δεν έρχεται, δεν μπορεί να έρθει μέσα από βιβλία. Ο αναγνώστης είναι μακριά, σχεδόν ποτέ δεν μαθαίνεις αν ένιωσε κάτι για σένα. Κι αν ακόμα επικοινωνήσει μαζί σου, (σήμερα πιο εύκολο, στην εποχή του email) αυτό που σου έρχεται είναι μία γνώμη. Αν έρθει συναίσθημα, παίρνει συχνά την μορφή του θαυμασμού που, εμένα τουλάχιστον, μου δημιουργεί περισσότερο προβληματισμό παρά ικανοποίηση. Οι πιο πολλοί θαυμαστές είναι κακοί αναγνώστες. Παρεξηγούν το κείμενο και θαυμάζουν λάθος πράγματα.

 

Άλλωστε και η ανάδειξη ενός βιβλίου σε μπεστ σέλλερ (εκτός κι αν έχει γραφεί γι αυτόν τον σκοπό) βασίζεται συχνά σε παρεξήγηση. Άλλα έγραψες και για άλλα σε χειροκροτούν. Η συγγραφή, σαν τρόπος προσπορισμού συμπάθειας, μοιάζει a priori καταδικασμένη. Κανείς όμως δεν σταμάτησε να γράφει γι αυτόν τον λόγο. Ίσα-ίσα, όσο λιγότερη συμπάθεια εισπράττεις, τόσο περισσότερο γράφεις.

 

Στην δική μου περίπτωση ίσως είναι η καλύτερη εξήγηση για τα πολλά (πενήντα οκτώ μέχρι σήμερα) βιβλία που έγραψα. Γιατί, με ένα περίεργο τρόπο, μαζί με την λίγη συμπάθεια, η συγγραφική μου καριέρα μου έφερε πολλή αντιπάθεια. Τόσο έντονη, που συχνά έφτανε τα όρια του μίσους. Έβλεπα ανθρώπους, που δεν με γνώριζαν, να εκφράζονται με τέτοιο πάθος εναντίον μου σαν να τους είχα προσβάλει προσωπικά.

 

Κι ωστόσο επέμενα. (Μπορούσα να κάνω και αλλιώς;) Κάθε φορά που έβγαζα ένα νέο βιβλίο, μέσα μου βαθιά υπήρχε μία ελπίδα: «δεν μπορεί, τώρα θα τους κερδίσω και τους αναγνώστες και τους κριτικούς…».

 

Από τα βιβλία μου, παρ’ όλες τις απανωτές επανεκδόσεις, δεν κέρδισα χρήματα. (Οι εκδότες μου πολύ περισσότερα). Συμπάθεια λίγη (αλλά από αναγνώστες – όχι από κριτικούς) και αναγνώριση ακόμα λιγότερη. Με τα χρόνια η βαθιά, ανομολόγητη ελπίδα (ότι θα με αγαπήσουν) έπαψε να υπάρχει. Τώρα γράφω πια για μένα, για θεραπεία. Άλλοι πάνε τρεις φορές την εβδομάδα στον ψυχίατρο και μιλάνε για να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους  – εγώ προσπαθώ να το πετύχω γράφοντας.

 

Μερικές φορές βοηθάει – άλλες όχι.

 

Υ. Γ. Έγραφα το 2003 - πριν από τα blogs. Είναι όμως εμφανές το πώς αυτό το κεφάλαιο ερμηνεύει και την εμμονή μου στα blogs και την τελική μου αποχώρηση.