Η ολέθρια επιρροή της Γαλλίας (10.5.15)

Μέσα του εικοστού αιώνα. Δύο και πάνω γενιές ελλήνων σκόρπισαν σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες για σπουδές. Οι περισσότεροι πήγαν στην Γαλλία. Από εκεί επέστρεψαν οι περισσότεροι βαθειά αριστεροί και εμποτισμένοι με τις διάφορες μόδες της Γαλλική διανόησης. Ο SergeQuadruppaniέγραψε ένα βιβλίο για το prêtapenser(κατά το porter) της γαλλικής σκέψης. Όπως οι φιγούρες των μόδιστρων, έτσι, γράφει, εναλλάσσονταν και τα ρεύματα. Ποιος ασχολείται σήμερα με υπαρξισμό; Με δομισμό – ή αν θέλετε στρουκτουραλισμό; Και ήρθε μετά ο Άλαν Σοκάλ και γελοιοποίησε  όλη την Γαλλική φιλοσοφία με τα κείμενά του που παράγονταν από προγράμματα υπολογιστών – «αυτόματες γεννήτριες μεταμοντέρνων κειμένων» – αλλά οι ειδικοί τα έπαιρναν στα σοβαρά.  

Μερικοί από μας, που είχαμε σπουδάσει στην Γερμανία, είχαμε επισκεφθεί τους κοντινούς μας «παράδεισους». Ζήσαμε την Ουγγρική εξέγερση ή την Άνοιξη της Πράγας.  Ήταν καλό εμβόλιο αυτό, που μας καθιστούσε απρόσβλητους στον δογματικό μαρξισμό.

Όμως με τους παλιούς μας Γαλλοσπουδαγμένους φίλους ήταν πια αδύνατο να συζητήσουμε. Το ίδιο πρόβλημα συναντούσαν και όσοι είχαν φοιτήσει σε Αγγλικά και Αμερικανικά Πανεπιστήμια.

Ακόμα το 1980 οι Γαλλικές εγκυκλοπαίδειες δεν είχαν αναφορές στον Καρλ Πόππερ. (Έγραψε το σημαντικότερο έργο του το 1935).  Τα βιβλία του μεγαλύτερου σύγχρονου φιλόσοφου της επιστήμης άρχισαν να μεταφράζονται στα Γαλλικά με καθυστέρηση πενήντα ετών.

Στα μέσα της δεκαετίας του 90 μίλαγα σε Γάλλους φίλους μου για το Ιντερνέτ και μου απάντησαν: «Και τι είναι το Ιντερνέτ; Εμείς έχουμε το mini-tel!». (Ήταν ένα είδος τηλεφωνικού ευρετηρίου).

Όπου και η πικρόχολη παρατήρηση του Νίκολας Νεγκροπόντε: «Οι Γάλλοι έχουν δυσκολία να αποδεχθούν οτιδήποτε δεν έχουν εφεύρει οι ίδιοι».

Με αυτά και με αυτά έμειναν αθεράπευτα πίσω. Προσπαθούν τώρα απελπισμένα να εκσυγχρονιστούν.

Όμως κληροδότησαν σε μας τα απομεινάρια της σκέψης τους. Οπαδούς του Μπωντριγιάρ, του Ντελέζ, του Αλτουσέρ… (Ούτε στην Γαλλία δεν διαβάζεται πια ο Αλτουσέρ!).

Κι έτσι επέπεσε εφ’ ημών Μπαλτάς. Πάμε πενήντα χρόνια πίσω! Έλεος!