ΠΟΝΤΙΑΣ ΑΥΡΑ (1985-87)

ΠΑΙΖΩ με τις λέξεις, όπως ένα παιδί με τα βότσαλα. Λέξεις στρογγυλές, στίλβουσες - λέξεις κοφτερές και μυτερές. Όπως τα βότσαλα. Όταν βραχούν, γυαλίζουν περισσότερο.

Παίζω με τις λέξεις σε μια παραλία μπροστά στην αιώνια θάλασσα. Τις βάζω στη σειρά, τις παραθέτω σε σχήματα. Διαλέγω λέξεις που πληγώνουν κι άλλες που παρηγορούν. Αιχμηρές, τρυφερές και ήπιες. Φτιάχνω περιγράμματα, γράμματα, φράσεις. Με τη δύναμη των πλήκτρων (βότσαλα κι αυτά, αλλιώτικα) πάνω στην θαλασσοπράσινη οθόνη, βγάζω επίθετα, εισάγω επιρρήματα, αλλάζω σχήματα, ανοίγω παρενθέσεις, κλείνω νοήματα.

Και στο βάθος βουίζει τεράστιος ο ωκεανός της γλώσσας. Ένα σημαδάκι εγώ στην ατέλειωτη παραλία. Μία λεπτή γραμμή η παραλία στην μεγάλη ήπειρο. Μία νησίδα η ήπειρος στην απέραντη θάλασσα.

Η Θάλασσα της γλώσσας.

ΜΕ ΒΛΕΠΩ από ψηλά, από το αερόστατο της ενόρασης και νιώθω περισσότερο τη μοναξιά μου. Μία κουκκίδα χαμένη στο χώρο, χαμένη στο χρόνο, που ματαιοπονεί να υπάρξει, ακούγοντας τα λόγια που ψιθυρίζει ο ωκεανός. Να σώσω αυτούς τους ήχους (φλοίσβος, αύρα, ζέφυρος, βορέας, σκίρων, νότος) και να σωθώ μαζί τους.

Από τον ανοιχτό ορίζοντα έρχονται φθόγγοι, έρχονται έννοιες, έρχονται εικόνες. Σαν άνεμοι πετάνε χαμηλά πάνω από τη θάλασσα, σηκώνουν κύμα, αφρό, σπάνε στην ακτή - και το παιδάκι τρέχει. Να προλάβει να πιάσει κάτι στα χέρια του, χειροπιαστό σαν βότσαλο, κάτι δικό του, γυαλιστερό και ιριδίζον. Να φτιάξει έστω μία φράση καινούργια, να την γυρίσει πίσω στον ωκεανό, να μείνει.

Θύελλες περνάνε μέσα από τα απλωμένα μικρά χέρια. Οι λέξεις φεύγουν, κυνηγημένοι γλάροι, ο ουρανός σκοτεινιάζει, νυχτώνει. Η θάλασσα μαυρίζει, δυναμώνει, μαίνεται, βγάζει φίδια, σηκώνει σπιλιάδες. Η μέρα τελείωσε. Τις νύχτες δεν υπάρχει λόγος αλλά τρόμος.

Έτσι περνάει αυτό το παιδί τη σύντομη ζωή του: αλιεύς λέξεων.

 

Η ΘΑΛΑΣΣΑ είναι ίδια - από τον 'Ομηρο. 'Οπως και η γλώσσα. Είπε ο Θαλής: "ύδωρ αρχή της φύσεως". Κι ο σκοτεινός Αναξίμανδρος: "εν υγρώ γεννηθήναι τα πρώτα ζώα". Η θάλασσα ήταν πάντα εκεί. Και τα σκληρά βότσαλα - όπως οι λέξεις, που τρίβονται με τον χρόνο. Τα παιδιά όμως, αλλάζουν αστραπιαία - σαν να γυρίζει κάποιος γρήγορα την ταινία: μεγαλώνουν, γερνάνε, χάνονται, ξαναγεννιούνται. Πάντα υπάρχει κάποιο παιδί στην παραλία - ήδη δεν είμαι πια εγώ.

Συλλογιστείτε τώρα, που ξανάρχονται οι μέρες της θάλασσας, τη μάχη της διάρκειας και της φθοράς. Τίποτα πιο αιώνιο από τη θάλασσα, αν όχι ο ουρανός. Πάντα εκεί. "Αεί ήν, ό,τι ήν και αεί έσται", ψιθυρίζει, από το βάθος της ενάλιας κοιλάδας, ο ξεχασμένος Μέλισσος. Γιατί, εξηγεί, "ει γαρ εγένετο, αναγκαίον εστί, πριν γενέσθαι είναι μηδέν." Αλλά "ουδέν εκ μηδενός". Ο Μέλισσος ο Σάμιος, διανοητής δεινός: "Περί Φύσεως ή περί του 'Οντος". Που νίκησε το Σοφοκλή και τον Περικλή στις μάχες της θάλασσας. Πέρασαν δυόμισι χιλιάδες χρόνια από τότε. Η θάλασσα είναι ίδια. Και η γλώσσα;

Πρέπει να σωθεί η γλώσσα. 'Οχι από σχολαστικούς γραμματικούς - αλλά από μεθυσμένους μύστες. Μακριά οι απροσδιόνυσοι, εκάς οι βέβηλοι! Οι ποιητές να διαδηλώσουν την πίστη. Πρέπει να σωθεί αυτή η γλώσσα, γιατί είναι η μόνη διάρκεια που έχουμε, η μόνη θάλασσα που έχουμε. Όλοι φεύγουμε, η γλώσσα μένει - κι εμείς βότσαλο στο βυθό της.

Όχι όμως με βαρετά, υποχρεωτικά μαθήματα σε νυσταγμένες τάξεις. 'Οχι με αγγαρείες συντακτικού και γραμματικής! Διαλέξτε λίγους δασκάλους σοφούς κι ερωτευμένους με τις λέξεις. Χτίστε μερικά σχολεία φωτεινά και πρόσχαρα. Ψάξτε τους μαθητές που ακούνε μέσα τους το φλοίσβο και το ζέφυρο. Δώστε κίνητρα στα παιδιά της αρχαίας παραλίας - διπλούς βαθμούς στους ένθεους και τους ενθουσιώδεις. Και σώστε όλη τη θάλασσα με τα κύματα και τους ανέμους της!

Η ΓΛΩΣΣΑ είναι η μόνη πατρίδα που γνώρισα. Κι όταν τα σύνορα αλλάζουν κι όταν οι άνθρωποι ταξιδεύουν, οι λέξεις σώζουν την συνέχεια. Κι αν γλώσσες άλλων είναι νερά στεκάμενα, η δική μας είναι ζωντανή, λαμπερή και πλούσια σαν το Αρχιπέλαγος.

Ποια γλώσσα έχει τρεις χιλιάδες χρόνια ποιητές και φιλόσοφους; Ποια 'Ομηρο και Πίνδαρο, Ηράκλειτο και Πλάτωνα, Αισχύλο και Μένανδρο, Θεόκριτο και Ρωμανό, Κορνάρο και Κάλβο, Σολωμό και Μακρυγιάννη, Καβάφη και Παπαδιαμάντη; Ποια λέει τη θάλασσα, τον ουρανό, τη γη, με τις ίδιες πάντα λέξεις;

Εγώ - ένας, στην άκρη του γιαλού, που μόλις κι αγναντεύει ελάχιστο από το εύρος της θάλασσας, σκέπτομαι πώς η μόνη μου ελπίδα είναι να σωθεί η γλώσσα. Κι αυτή που δεν φαίνεται. Γιατί όσες λαμπερές λέξεις μάζεψα και δούλεψα και ξαναπέταξα μέσα στα βάθη - θα μείνουν γυαλιστερές και άψογες μόνο αν υπάρχει και κυματίζει ζωντανός ο "απείρων, ευρύς, μέλας, ατρύγετος πόντος" του Ομήρου.

"Οπότε πνεύμα εκ πόντου είη..." Ποντιάς αύρα.

7.6.87