ΠΑΡΑΚΜΗ (1985-87)

Βρέθηκα λίγες μέρες στην Ερμούπολη. Μίλησα με γνωστούς και άγνωστους Συριανούς. Μία ήταν η επωδός που έβγαινε από τα χείλη τους: “Πρέπει να μας βοηθήσει το κράτος! Να επιδοτήσει το Νεώριο, να ξεκινήσει έργα, να...”.

Όσο μιλούσαν, εγώ σκεπτόμουνα τους πρώτους οικιστές της Ερμούπολης. Πρόσφυγες, από τις καταστροφές της Χίου και των Ψαρών, γυμνοί, φτωχοί, τρομοκρατημένοι... Ήρθαν εδώ, κατασκήνωσαν σε χέρσο κι άγονο τόπο — και μέσα σε λίγα χρόνια έφτιαξαν έναν από τους ωραιότερους και πλουσιότερους οικισμούς της Ευρώπης.

Ποιο κράτος τους βοήθησε να σταθούν στα πόδια τους; Αυτό που δεν υπήρχε; Ποια κεντρική εξουσία τους συμπαραστάθηκε; Σίγουρα καμιά. Μόνοι τους έφτιαξαν το οικονομικό και πολιτιστικό θαύμα της παλιάς Ερμούπολης. Που ακόμα και τώρα, όταν βλέπουμε τα ίχνη του στην αρχοντική πόλη, δεν πιστεύουμε τα μάτια μας.

Όχι μόνο δεν πήραν — αλλά έδωσαν. Μόλις συνήλθαν από τη δική τους καταστροφή, έσπευσαν να μαζέψουν χρήματα για τον Αγώνα.

Και για πολλές δεκαετίες μετά, συνέχισαν να πλουτίζουν, να χτίζουν, να δημιουργούν, χωρίς καμιά εξωτερική βοήθεια. Υπόδειγμα κοινοτικής ανάπτυξης —και αυτάρκειας— η Ερμούπολη έφτιαχνε σχολεία, θέατρα, νοσοκομεία, τυπογραφεία, βιβλιοθήκες, δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, γηροκομεία, ορφανοτροφεία, ασφαλιστικούς οργανισμούς, βιομηχανίες, εφοπλιστικές εταιρείες — όταν η υπόλοιπη Ελλάδα δεν είχε ακόμα ούτε ψιλικατζίδικα.

Και οι απόγονοι αυτών των ανθρώπων περιμένουν τώρα μόνο από το κράτος! Όπως, άλλωστε, όλοι οι Έλληνες. Που ξέχασαν τι θα πει πρωτοβουλία, δυναμισμός, αυτονομία. “Να αναλάβει το κράτος!”. Να η καθημερινή μας φράση-πιπίλα.

Τι έγινε; Εκφυλίστηκαν οι άνθρωποι — ή άλλαξαν οι κανόνες του παιχνιδιού; Οι κυνηγημένοι πρόσφυγες δεν είχαν άλλες επιλογές. Έπρεπε να παλέψουν ή να αφανιστούν. Οι σημερινοί οραματίζονται εύκολες λύσεις, άκοπες. Τι θα έκαναν αν (όπως παλιά) δεν υπήρχε καν κράτος;

Αλίμονο, υπάρχει — κι από υπηρέτης έγινε δυνάστης. Συγκεντρώνει στα χέρια του όλη τη δύναμη —οικονομική, γραφειοκρατική— και πνίγει κάθε προσπάθεια αυτοδύναμης ανάπτυξης. Σκέπτομαι τι θα είχαν πάθει οι πρώτοι άποικοι της Ερμούπολης, αν για κάθε οικοδομή, για κάθε επιχείρηση, για κάθε Ίδρυμα, έπρεπε να εξασφαλίσουν την άδεια της κεντρικής εξουσίας, το δάνειο της κρατικής Τράπεζας. Μάλλον δεν θα έφτιαχναν τίποτα!

Φαύλος κύκλος. Τα άτομα έμαθαν να ζητάνε τα πάντα (ευημερία, σιγουριά, προστασία) από το κράτος. Το κράτος απλώνεται, καταλαμβάνει όλο το χώρο που του εκχωρούν — αλλά και άλλους, ιδιωτικούς. Δεν θέλει πολίτες — αλλά υπηκόους. Παρέχει εξασφάλιση σε όσους αποδέχονται την παντοδυναμία του. Η αποδοχή αυτή είναι ταυτόχρονα και παραίτηση. Αποκοιμίζει και ευνουχίζει. Οι αμοιβές δεν κερδίζονται, παρέχονται από το χορηγό υστέρα από παζαρέματα και διεκδικητικές κινητοποιήσεις. Δεν αντιστοιχούν σε απόδοση έργου.

Πόσο ξένα θα φαίνονταν αυτά στους πρώτους Έλληνες αστούς, τους οικιστές της Ερμούπολης! Σίγουρα, ο κόσμος τους ήταν πιο σκληρός (εκεί άλλωστε δημιουργήθηκαν τα πρώτα συνδικάτα, εκεί έγιναν οι πρώτες απεργίες!). Αλλά πόσο πιο ζωντανός, παραγωγικός, δημιουργικός! Τι έχουμε κάνει εμείς που να παραβληθεί με το θαύμα της Ερμούπολης;

Δεν θα μπορούσε άραγε να βρεθεί ένας μέσος ορός; Να υπάρξει συγκερασμός; Προστασία, ναι — αλλά όχι παραίτηση. Σιγουριά, ναι — αλλά όχι παράλυση!

Το πιο εντυπωσιακό κτίριο της Ερμούπολης είναι, το Δημαρχείο της — μεγαλόπρεπο αρχιτεκτόνημα του Τσίλερ. Στην πρόσοψη του γράφει, πως χτίστηκε “δημαρχούντος Δημητρίου Βαφιαδάκη”. Στους κήπους της ερειπωμένης βίλας Βαφιαδάκη, στα Χρούσα (την κληροδότησε στο κράτος — και πρόκοψε!), υπάρχει, ξεχασμένο, ένα ημιτελές γύψινο πρόπλασμα ανδριάντα. Έργο του Σώχου. Στημένο σε μαρμάρινο βάθρο — μέσα σε μεγάλη χέρσα έκταση, που κάποτε ήταν ανθόκηπος. Παρουσιάζει τον γέροντα Βαφιαδάκη καθιστό, σε υπερφυσικό μέγεθος, να ατενίζει επιβλητικά μπροστά του.

Μπροστά του υπάρχουν: μια γκρεμισμένη πέργκολα, μια στεγνή, χορταριασμένη στέρνα (οι γείτονες παίρνουν το νερό με σωλήνες), άγρια ατίθαση βλάστηση και, στο βάθος, τα τρύπια παράθυρα της μεγάλης έπαυλης. (Οι γείτονες τη χρησιμοποιούν σαν αποθήκη και σταύλο). Τα άδεια μάτια του Βαφιαδάκη αντικρίζουν όλη αυτή την ερήμωση και την απελπισία — αλλά η έκφραση του παραμένει πάντα αποφασιστική και επιβλητική. Σαν γέρικο λιοντάρι κοιτάει μπροστά — κι ας είναι κι ο ίδιος γεμάτος τρύπες από τις βροχές και τους ανέμους.

Αυτή την αντιπαράθεση, ανάμεσα στο δυναμισμό του παρελθόντος και την ερήμωση του παρόντος, θα κάνω πολύ καιρό να την ξεχάσω.

5.7.1987