ΟΙ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟΙ (1985-87)

Ιδιαίτερα τις ημέρες που κάνει κρύο, που χιονίζει, που βρέχει, συλλογίζομαι τους άλλους κατοίκους της Αθήνας...

Έχουν κι αυτοί ανάγκη —όπως εμείς— από ένα σπίτι. Κι αυτοί χρειάζονται, ζεστασιά και τροφή. Αλλά, αντίθετα με μας, σπάνια κοιμούνται στεγνοί και χορτάτοι.

Αυτή τη στιγμή που γράφω, στη βεράντα μου συνωθούνται καμιά δεκαριά πουλιά. Τα περισσότερα σπουργίτια — αλλά και μερικοί κοκκινολαίμηδες. Καταβροχθίζουν με βουλιμία ένα βουναλάκι ψίχουλα. (Ποιος είπε πως τα πετεινό του ουρανού τρώνε “σαν πουλάκια”; Τις μέρες του χιονιού, τα δικά μου ήθελαν ένα κιλό ψωμί την ημέρα!).

Μου είναι δύσκολο να περιγράψω την ικανοποίηση που νιώθω όταν ταΐζω ένα πεινασμένο ζώο. Όταν πλησιάζω έναν αλήτη σαρανταπληγιάρη σκύλο (που δεν τολμάει πια ούτε να κουνήσει την ουρά —τόσες κλωτσιές έχει φάει!) και μοιράζομαι μαζί του τον κιμά που μόλις αγόρασα για το σπίτι. Από παιδί, θυμάμαι, οι πλάνητες σκύλοι μου έτρωγαν όλο το κολατσιό. Και οι παρακλητικές γάτες, στα παραθαλάσσια κέντρα, με κάνουν πάντα να παραγγέλνω δεύτερη μερίδα...

Ο άλλος πληθυσμός της Αθήνας (και κάθε ελληνικής πόλης). Χιλιάδες αδέσποτα ζώα. Σκύλοι, συνήθως σε παρέες, και γάτοι —πάντοτε μοναχικοί— που ψάχνουν, όχι μόνο φαΐ, αλλά και σπίτι, θαλπωρή και χάδι.

Τους έχουμε εγκαταλείψει. Είναι φτιαγμένοι για να ζουν κοντά στον άνθρωπο —να είναι οι πιο στενοί του φίλοι— κι εμείς τους προδίνουμε κάθε μέρα. Δεν καταλαβαίνουν γιατί αντί για χάδια δέχονται πέτρες. Και ποτέ δεν θα το καταλάβουν.

Βλέπετε, αντίθετα με μας, είναι προγραμματισμένοι γι' αγάπη.

Νιώθω υπεύθυνος για όλα τα αδύναμα πλάσματα. Τους γέροντες, τα παιδιά, τους αρρώστους. (Αλλά οι άνθρωποι —τουλάχιστον— έχουν ένα κράτος Προνοίας!). Ακόμα και για τα πουλιά, όταν τα ξεχνάει ο Παντοδύναμος (τι να πρωτοθυμηθεί κι αυτός!) και ρίχνει δέκα ημέρες συνέχεια χιόνι...

Τι είναι πιο αθώο από ένα σπουργίτι; Τι είναι πιο όμορφο από έναν κοκκινολαίμη; Τον πρώτο καιρό περνούσαν βιαστικοί, έτρωγαν καχύποπτοι, και σπάγανε στην παραμικρή μου κίνηση. Τώρα τσιμπολογάνε με την ησυχία τους, κι όταν βγω έξω να συμπληρώσω το γεύμα πηδάνε λίγο παραπέρα και περιμένουν.

Τι είναι πιο αθώο από ένα πουλάκι; Δεν γνωρίζω. Ξέρω όμως τι είναι το λιγότερο αθώο πράγμα στον κόσμο: ο κυνηγός που τα σκοτώνει. Και ιδιαίτερα οι παράτολμοι που βγαίνουν σαφάρι με τα χιόνια και τουφεκίζουν —μέσα στα χωριά και τα προάστια— τα παγωμένα, μισοπεθαμένα πουλιά. Τους είδα και φέτος! Όλο μπότες, φυσεκλίκια και όπλα — πολύ άντρες! Συχνά δεν χρειάζεται να βγουν από το αυτοκίνητο για να αντιμετωπίσουν το άγριο θήραμα. Δολοφονούνε καθιστοί, από το παράθυρο.

Από τις χιλιάδες ανθρώπινες βαρβαρότητες, αυτή μου φαίνεται η χειρότερη. Ο άνθρωπος που σκοτώνει άνθρωπο έχει κάποιο λόγο: ιδεολογικό, εθνικιστικό, ωφελιμιστικό, πάθους, εκδίκησης. Και το θύμα μπορεί να προστατευθεί, να αντεπιτεθεί, να αμυνθεί, να φωνάξει. Και ο νόμος θα καταδιώξει το φονιά. Αλλά τους κυνηγούς — ποιος τους κυνηγάει;

Μόνον αυτός που σκοτώνει βρέφος συγκρίνεται με το φονιά του ζώου. Γιατί μόνο το βρέφος είναι σίγουρα —όπως το ζώο— απροστάτευτη αθωότης.

Και μη μου έρθετε με ρατσιστικές Ιεραρχήσεις — η ζωή είναι μία και αδιαίρετη. Είμαστε όλοι πλάσματα του ίδιου Θεού. Δεν είναι “άλλο” ο άνθρωπος και “άλλο” το ζώο. Αυτός που ακολουθεί μια τέτοια λογική, εύκολα λέει: άλλος ο λευκός κι άλλος ο μαύρος. Κι αυτός που σκοτώνει πουλιά, εθίζεται στο φόνο — στην ηδονή της σκανδάλης. Αποτέλεσμα: οι περισσότερες δολοφονίες στην Ελλάδα γίνονται από κυνηγούς, με κυνηγετικά όπλα.

Τα σπουργίτια στη βεράντα μου τιτιβίζουν χαρούμενα. Τα πιάνει η βραδινή φλυαρία, η αστείρευτη λογοδιάρροια πριν από τον ύπνο. Ένα-ένα φεύγει, διαλέγει το κλαδάκι του και κουρνιάζει στη μικροσκοπική του σιωπή.

Ποιος φαρμάκωσε τις γάτες του Εθνικού Κήπου; Οι ζωόφιλοι τις φρόντιζαν, τις τάιζαν, τις ήξεραν με τα ονόματα τους. Είχαν ακόμα φροντίσει για το δημογραφικό πρόβλημα: μια-μια τις στείρωσαν, ώστε να μην πλημμυρίσουμε γατάκια. (Αυτή είναι και η μόνη ορθή λύση για τα αδέσποτα — όχι ο μπόγιας και η μαζική “ευθανασία”!).

Ποιον πείραζαν οι γάτες του Κήπου; Γιατί έπρεπε να πεθάνουν με σπασμούς, με πολύωρη αγωνία, μέσα σε άγριους πόνους;

Όταν σκέπτομαι τις φόλες, τους κυνηγούς μας, τις κλωτσιές και τις πέτρες, τα δημοτικά αποσπάσματα που πυροβολούν σκύλους, τις δηλητηριασμένες γάτες — απελπίζομαι οριστικά για τον πολιτισμό μας. Γιατί πιστεύω, μαζί με τον Κούντερα, πως “η πραγματική ηθική δοκιμασία της ανθρωπότητας... είναι οι σχέσεις μας με αυτούς που βρίσκονται στο έλεος μας: τα ζώα”.

Οι συγκάτοικοι. Η συνείδηση της ζωής. Οι τύψεις μας.

5.4.1987