ΗΛΙΟΣ Ο ΤΡΙΤΟΣ (1983-85)

Εκείνα τα καλοκαίρια φύγανε. Τα ένθεα καλοκαίρια του Σικελιανού, τα μεταφυσικά-εκστατικά του Ελύτη, ακόμα και τα αισθησιακά-αστικά του Κοσμά Πολίτη - που είναι πια; Η μήπως μεγαλώσαμε και χάσαμε τη δυνατότητα της καλοκαιρινής μέθης;

 

Γιατί βέβαια το ελληνικό καλοκαίρι είναι σαν κρασί - αν δεν το γευτείς αρκετά δεν μεθάς, αν δεν μεθύσεις δεν καταλαβαίνεις τη λογική του. Τώρα όμως, προστατευμένοι, τυλιγμένοι σε κύματα κλιματισμού, νιώθουμε τον ήλιο μόνο την προκαθορισμένη ώρα της ηλιοθεραπείας μας. Που κι αύτη έχει γίνει υποχρέωση και αγγαρεία.

 

Όπως και οι διακοπές. Ένα “πρέπει” μέσα στα άλλα. Προγραμματισμένο, πακεταρισμένο. Α! Το αλήτικο καλοκαίρι το παλιό – και να 'θελες δεν υπήρχαν “μενού”, “τουρ” και “ημιδιατροφή”. Θα μου πείτε- και σήμερα υπάρχουν ελεύθεροι σκοπευτές (οι καλοί αστοί τους λένε “αλητοτουρίστες”). Ξένοι όμως όλοι – πόσοι από μας;

 

Πάει το καλοκαίρι:έγινε βιομηχανία. Εκατομμύρια άνθρωποι πρέπει να ξεκουραστούν (πόσο πάει το "πρέπει" με το "χαλαρώνω";) πρέπει να μαυρίσουν, πρέπει να περιηγηθούν. Οι νόμοι της μαζικής λογικής επιβάλλονται αυτόματα. Μεμονωμένος τουρίστας; Μόνο δισεκατομμυριούχος ή αναρχικός.

 

Κι αυτή η βιομηχανία επιδρά στην απόλαυση του καλοκαιριού, όπως το πορνείο στην απόλαυση του έρωτα. Την κάνει τυπική, μηχανική εκτόνωση ανάγκης.

 

Κρίμα- τα τζιτζίκια κρατάνε ακόμα τον ίδιο διονυσιακό ρυθμό- κανείς δεν χορεύει. Κι αν χόρευε, θα ήταν “λαϊκοί χοροί ‘, προγραμματισμένοι κι αυτοί.

 

Ο ήλιος αντιστοιχεί σε κρέμα μαυρίσματος με παράγοντα 3 ή 4. Το βράδυ λαδωμένοι, μαυρισμένοι, θα πάμε στην ντίσκο, τρομάζοντας τη φύση με βρόντους και φώτα. Όχι δεν θα πάμε στην αμμουδιά να τραγουδήσουμε- δεν συνηθίζεται πια.

 

Κι η φυγή πιο σύνθετη τώρα- προσπαθείς να ξεφύγεις από αυτούς που ξεφεύγουν. Ανακαλύπτεις κάθε τόσο ένα ξεχασμένο νησί, ένα απόμερο χωριό- για να το εγκαταλείψεις μετά από λίγο όταν θα το καταλάβει κι αυτό ο εχθρός. Έρχεται με τσιμέντο, πλαστικό και τρανζίστορ και κάνει κατοχή.

 

Κάποτε η Σκιάθος ανήκε στον Παπαδιαμάντη και η Μυτιλήνη στον Ελύτη. Τώρα τον ένα τον κρύψαμε κάτω από το Νόμπελ κι ο άλλος πάει να γίνει αρχαίο κείμενο. Ποιος μπορεί σήμερα να γευθεί τον "Ρεμβασμό του Δεκαπενταύγουστου "; Μόνον το Όρος έχει μείνει αληθινό – το πολιορκούν όμως κι αυτό παραδοξολόγοι και ακροβάτες.

 

Έχει αλλάξει, δεν λέω, κι ο χειμώνας μας και η άνοιξη - αλλά αυτό το καλοκαίρι δεν αναγνωρίζεται. Ο "Ήλιος ο Πρώτος", που ανέτειλε στην Ιωνία των προσωκρατικών, δύει τώρα καθημερινά προγραμματισμένα μπροστά στο Σούνιο (sunset by Sοuniοn) με χιλιάδες φωτογραφικά κλικ.

 

Από το “φάος ηελίοιο” φθάσαμε στο “Σαν Μπήτς”. Αυτό το καλοκαίρι δεν είναι πια δικό μας.