Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ (1985-87)

Καταιγίδα φοβερή έδερνε το σπίτι. Περασμένα μεσάνυχτα, αέρας και βροχή λυσσομανούσαν στα κλειστά παραθυρόφυλλα.

Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα.

Δεν περίμενα κανέναν — και δεν άνοιξα. Μα τα χτυπήματα συνεχίζονταν, ενώ άκουγα κάτι σαν λυγμό.

“Ποιος είναι;”, φώναξα.

“Ανοίξτε, για το όνομα του Θεού!”.

Η φωνή, μισοσβησμένη, έμοιαζε παιδική. Μόλις και ξεχώριζε μέσα στις βροντές. Ακουγόταν απελπισμένη κι ακίνδυνη. Άνοιξα.

Μια νέα κοπέλα στεκόταν στην πόρτα, ντυμένη με ελάχιστα κουρέλια, βρεμένη ως το κόκαλο, μελανιασμένη από το κρύο. Τα δόντια της χτυπούσαν.

Έτρεξα, έφερα δύο κουβέρτες, ένα κονιάκ, μια πετσέτα να στεγνώσει τα μαλλιά της. θέρμανση δεν υπήρχε (δεν είχαμε ηλεκτρικό), αλλά άναψα μια παλιά σόμπα πετρελαίου. Σκέφθηκα να τηλεφωνήσω σε κανένα γιατρό — όμως δεν είχαμε ούτε τηλέφωνο. Απεργίες!

Με το κονιάκ έδειξε κάπως να συνέρχεται. “Πεινάω”, ψιθύρισε. “Μια μπουκιά φαΐ, κάτι να βάλω στο στόμα μου. Τα δίνουν όλα στον άλλο...”.

Δεν ρώτησα ποιος ήταν ο άλλος — έμοιαζε να λιποθυμάει από πείνα. Έτρεξα στην κουζίνα, έφερα ψωμί, τυρί και λίγο από το βραδινό ψητό. Έφαγε με μεγάλη βουλιμία.

Τώρα, που είχε συνέλθει, θα μπορούσα να πω ότι ήταν όμορφη. Ταλαιπωρημένη βέβαια και παραμελημένη — σαν να ζούσε στους δρόμους. Όμως τα χαρακτηριστικά της ήταν ευγενικά και οι τρόποι της άριστοι. Παρά την πείνα της, χειριζόταν τα μαχαιροπίρουνα σαν μαρκησία.

Η σκηνή μου θύμιζε λαϊκό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα — έτσι μάλιστα που φωτιζόταν από το φως των κεριών.

“Με βίασε, κύριε”, μου είπε ξαφνικά με παράπονο. “Και με πέταξε στο δρόμο! Μες στη βροχή. Με μισεί! Με ζηλεύει. Και με δέρνει!”.

Την άφησα να ξεσπάσει, χωρίς να διακόπτω.

“Τα έχει όλα! Λεφτά, δύναμη, μέσα, τιμές, όλα! Εγώ δεν έχω τίποτα. Κι όμως με ζηλεύει — και με κακομεταχειρίζεται. Ενοχλείται που όλοι μιλάνε για μένα — έστω κι αν το ενδιαφέρον τους μένει στα λόγια”.

Τα μαγουλά της, κάτωχρα όταν μπήκε, είχαν ανάψει, τα μάτια της έλαμπαν. Μίλαγε γρήγορα, μπερδεμένα, σαν κυνηγημένη. Από ό,τι, κατάλαβα τη νέα την έλεγαν (παράξενο όνομα) Ιδιωτική Πρωτοβουλία. Ζούσε με κάποιον βάναυσο τύπο (συγγενής της ήταν, νταβατζής, σύζυγος — δεν κατάλαβα), που τον φώναζαν Δημόσιο Τομέα. Ο τύπος αυτός, είχε αρπάξει την περιουσία της, την είχε σπαταλήσει σε ασωτίες, έπαιρνε όλα τα εισοδήματά της και τα έτρωγε — και το χειρότερο: επειδή αυτός δεν δούλευε, την υποχρέωνε να εργάζεται για να τον συντηρεί. Ό,τι λεφτά έβγαζε η ταλαίπωρη Ιδιωτική, της τα έπαιρνε σαν φόρους. Κι από πάνω της φώναζε: “Πρέπει να βελτιώσεις την παραγωγικότητα σου!”.

“Από παντού παίρνει δανεικά, κύριε! Από Έλληνες, από ξένους! Και με βάζει να πληρώνω τους τόκους εγώ ! Κάθεται, κάνει κάτι μπακάλικους λογαριασμούς — και μετά φωνάζει: Έχω έλλειμμα! Πήγαινε να δουλέψεις!”.

“Και γιατί ζηλεύει;”.

“Επειδή όλοι με φλερτάρουν. Πόσοι πολιτικοί, τα τελευταία χρόνια, δεν έπλεξαν το εγκώμιο της Ιδιωτικής Πρωτοβουλίας; Λόγια, βέβαια, σκέτες κουβέντες. Μετά, δίνουν δέκα πιστώσεις σ' αυτόν — μία σε μένα. Που κι αυτή θα μου τη φάει! Αλλά η ζήλεια - ζήλεια! Προχθές, στο Νταβός, ο Πρωθυπουργός είπε πάλι τα καλύτερα λόγια. Τα άκουσε ο δικός μου και φρύαξε — να πως με κατάντησε...”.

"Έκλαιγε σπαρακτικά. Ήταν να τη λυπάσαι.

“Μα κανείς δεν σ' αγαπάει;”, τη ρώτησα.

“Σ' αυτή τη χώρα, κανείς. Ακόμα και οι βιομήχανοι, που κάποτε έπιναν σαμπάνια στο γοβάκι μου, τώρα με συναντάνε και κάνουν πως δεν με βλέπουν. Είδα προχθές ένα παλιό μου φλερτ στο δρόμο, κι ήμουν τόσο απελπισμένη που του μίλησα ανοιχτά: "Πάρε με!", του λέω. "Δεν παίρνω Πρωτοβουλία", μου απαντάει. "Δεν θέλω μπλεξίματα με το Δημόσιο"”.

“Εδώ, κύριε μου, δεν με θέλει ούτε ο λαός. Πάει ο άλλος να κάνει ένα εργοστάσιο στο Κρυονέρι, με εγκρίσεις και με άδειες από Νομαρχία, ΥΠΕΧΩΔΕ, Υπουργείο Βιομηχανίας, με βεβαιώσεις ότι δεν οχλεί και δεν ρυπαίνει — και ξεσηκώνονται οι κάτοικοι να το διώξουν. Τα διαλυτήρια πλοίων μετακινούνται, από χωρίου εις χωρίον διότι κανείς δεν τα θέλει. Έγιναν όλοι οι Ρωμιοί οικολόγοι! Μπα! Καλοπερασάκηδες και βολεψίες γίνανε. Τους έχει διαφθείρει ο δικός μου. Δύο πράγματα θέλουν: Ή θέση στον Δημόσιο, ή παραοικονομία — ματσωμένη κι αφορολόγητη. Είτε υπερσιγουριά, είτε υπερκέρδη. Α! και κάτι άλλο θέλουν: Να μη δουν τον άλλο να προκόβει. (Ισότης λέγεται αυτό!). Επενδύσεις είπατε; Γυμνή γυρίζω! Κατάντησα παρθένος και στείρα, να με βιάζει, κατ' επανάληψιν, ο Δημόσιος”.

“Παρθένος;”.

“Μα ναι, κύριε ! Παραμένω παρθένος. Σας είπα: δεν υπάρχει πια Πρωτοβουλία σ' αυτή τη χώρα. Μόνον υστεροβουλία. Ή, για να είμαι σαφέστερη, οπισθοβουλία! Λέτε να έχω και AIDS;”.

8.2.1987