Το Μεράκι της Αυτοκίνησης

Περπατούσα βράδυ, αργά, σε μία γειτονιά της Βουδαπέστης. Αρχές Σεπτεμβρίου, γλυκός καιρός, ζεστός. Στην Αθήνα πλημμύριζε καθημερινά ο Κηφισός - εδώ, επτά μέρες δεν είχαμε δει στάλα βροχή. Μόνον ο Δούναβης ήταν φουσκωμένος από τις τελευταίες πλημμύρες.

Η γειτονιά ήταν φτωχική, γκρίζες ομοιόμορφες πολυκατοικίες σε μάλλον άθλια κατάσταση, με σκοροφαγωμένες προσόψεις από τον χρόνο και την υγρασία. Πρέπει να ανήκαν στην γενιά των βιαστικών "προσωρινών" (αλλά τόσο μόνιμων) οικοδομών που χτίστηκαν μαζικά μετά τον πόλεμο για να στεγάσουν τους βομβαρδισμένους κατοίκους. (Εβδομήντα τα εκατό της πόλης είχαν καταστραφεί).

Όμως τα αυτοκίνητα που έβλεπε κανείς σταθμευμένα στα πλάγια του δρόμου δεν ήταν φτωχικά ούτε σαραβαλιασμένα. Πολλά καινούργια, όλα καθαρά, γυαλιστερά. Κυρίως μεσαία κυβικά, μερικά μικρά, λίγα μεγάλα. Πρέπει οπωσδήποτε να ανήκαν στους κατοίκους των σπιτιών - στην περιοχή δεν υπήρχε ούτε κέντρο, ούτε καν μαγαζί. Δώδεκα η ώρα το βράδυ, λίγα παράθυρα φωτισμένα, ελάχιστοι διαβάτες, ησυχία απόλυτη. Αλλά τα αυτοκίνητα και τα σπίτια έμοιαζαν να ανήκουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους.

Δεν είναι πλούσια η Ουγγαρία και ο κόσμος που βλέπει κανείς στους δρόμους ή στο Μετρό της Βουδαπέστης είναι μάλλον φτωχικά ντυμένος. Όπως όλες οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης προσπαθεί να προσαρμοστεί σε ένα νέο τρόπο ζωής και οικονομικής δραστηριότητας. Οι συνταξιδιώτες μου λογομαχούσαν για το αν, για τα σημερινά της προβλήματα, φταίει ο καπιταλισμός ή η μακρόχρονη απουσία του.

Έχω καταλάβει ότι τα διλήμματα της οικονομικής επιστήμης δεν λύνονται ποτέ. Για κάθε ερώτημα υπάρχουν πολλές αντίθετες και αντιφατικές απαντήσεις που συνοδεύονται από πολλά επιχειρήματα - αλλά που ποτέ δεν καταλήγουν σε απόδειξη.

Εμένα πάντως με είχε εντυπωσιάσει το γεγονός ότι οι άνθρωποι της φτωχογειτονιάς είχαν δώσει προτεραιότητα στο αυτοκίνητο. Ξέρω τι θα πει αμέσως ο αντικαταναλωτικός: να η ολέθρια επίδραση της διαφήμισης και της καταναλωτικής υστερίας! Οι άνθρωποι δεν έχουν να φάνε και χρεώνονται για να αποκτήσουν ένα καινούργιο γυαλιστερό αυτοκίνητο.

Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, ούτε τόσο επιπόλαια. Στα καλά χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης κανένας κάτοικος της, σε όλη του τη ζωή, δεν είχε δει διαφήμιση αυτοκινήτου. Ωστόσο το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να του κάνει κανείς, ήταν μία καλή θέση στην λίστα αναμονής για ένα άθλιο Μόσκβιτς η Λάντα. Σφαγή γινόταν για την απόκτηση αυτοκινήτου - μέσα, λαδώματα, απάτες. Το σημαντικότερο πλεονέκτημα της νομενκλατούρας ήταν η κατοχή μιας μαύρης Ζιλ - όσο για τα αφεντικά (π. χ. Μπρέζνιεφ) έκαναν συλλογή από Ρολς, Φεράρι, Μερσεντές και Τζάγκουαρ.

Τι είναι εκείνο που έκανε τους ανθρώπους αυτούς να επιθυμούν διακαώς ένα αυτοκίνητο; Σίγουρα όχι η (ανύπαρκτη εκεί) καταναλωτική κοινωνία και η πειθώ της διαφήμισης.

Υπάρχει λοιπόν κάτι βαθύτερο που αποζητά την αυτονομία της αυτοκίνησης; Φαίνεται πως ναι. Είναι το ίδιο κίνητρο που ωθούσε τους αρχαίους να επιθυμούν το ταχύτερο άτι ή το πιο γρήγορο τέθριππο άρμα. Για τον ίδιο λόγο συναγωνίζονταν οι ιππότες του Μεσαίωνα και οι Ακρίτες του Βυζαντίου. Τα δημοτικά τραγούδια είναι γεμάτα από περιγραφές γρήγορων καβαλάρηδων - θυμάμαι πάντα εκείνο τον στίχο που απευθύνει ο ιππέας στο άτι του: "Μαύρε μου γοργογόνατε κι ανεμοκυκλοπόδη".

Άλλωστε, αντίθετα με όσα λένε, η διαφήμιση δεν μπορεί να δημιουργήσει ανύπαρκτες ανάγκες. Ούτε της χρειάζεται - καλλιεργεί τις υπάρχουσες. Τις ερεθίζει, τις ξεσηκώνει, τις εντείνει. Αλλά τελικά δεν πουλάει ψυγεία στους Εσκιμώους.

Όσο για το αυτοκίνητο, η σχέση του με τον άνθρωπο είναι τόσο σύνθετη που να απελπίζει τους ψυχολόγους. Δεν είναι μόνο μέσο αυτοκίνησης (και άρα αυτονομίας) μία κινητική προέκταση του εαυτού μας. Είναι έκφραση της προσωπικότητάς μας - σαν το ρούχο. Έχει γίνει ένας απόλυτα ιδιωτικός χώρος (κάτι σαν δεύτερο σπίτι). Αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής μας, μας συνοδεύει από την γέννηση ως τον θάνατο.

Η νυχτερινή βόλτα στην Βουδαπέστη μου επιβεβαίωσε άλλη μία φορά κάτι που ήξερα. Το αυτοκίνητο ανταποκρίνεται σε μία βαθύτερη ανάγκη όλων των ανθρώπων (όχι μόνον του Νεοέλληνα, όπως συχνά διαβάζω) και κάθε σκέψη γι αυτό πρέπει να μην εξαντλείται στην επιπολαιότητα.