Η παράδοση είναι το πρώτο στοιχείο που καθορίζει την ταυτότητα μας. Είμαστε το παρελθόν μας. Ό,τι κάναμε και ζήσαμε όλα μας τα χρόνια.

Στην ερώτηση: ποιος είναι; (για άνθρωπο ή για λαό, αδιάφορο), η απάντηση είναι αναγκαστικά ιστορική: γεννήθηκε, σπούδασε, έκανε, έπαθε.

Ένα curriculum vitae ζητάει οποίος θέλει να σας προσλάβει.

Ήδη όμως βλέπουμε κάτι: πως η ταυτότητα ενός ανθρώπου (ή ενός λαού) δεν είναι ίδια σε διαφορετικά στάδια της ζωής του — μια και η ιστορία του εξελίσσεται στο χρόνο. Ο πενηντάρης διαφέρει από του έφηβο — και η σύγχρονη Ελλάδα από την Ελλάδα του 1930.

Σαν στοιχείο της εθνικής ταυτότητας λοιπόν, παράδοση δεν είναι ό,τι παραδίδεται αλλά ό,τι γίνεται αποδεκτό από τους “κληρονόμους”. Όταν οι κάτοικοι της Ιθάκης αρνήθηκαν (με δημοκρατικότατο δημοψήφισμα) την αρχιτεκτονική παράδοση τους — θα πει πως δεν την είχαν πια. Γιατί το παραδομένο στοιχείο του παρελθόντος, που το αποδέχθηκα, είναι κομμάτι από μένα και δεν μπορώ εύκολα να το αρνηθώ (π.χ. τη γλώσσα μου ή το όνομα μου).

Ο ζωντανός άνθρωπος επιλέγει μπροστά στην παράδοση: συνειδητά η ασυνείδητα, άλλα απορρίπτει, άλλα ανασκευάζει και άλλα συντηρεί. Επαναστατεί μπροστά στα αρνητικά και οπισθοδρομικά στοιχεία και αναδημιουργεί τα θετικά.

Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό κείμενο του Νίτσε. Το μεταφράζω, υποκαθιστώντας τη λέξη Έλληνας” όπου ο Νίτσε γράφει “Γερμανός”:

“Το να είσαι καλός Έλληνας σημαίνει να αφελληνισθείς. Αυτά που μοιάζουν με διαφορές (χαρακτήρα) ανάμεσα σε έθνη, είναι πολύ περισσότερο, από ό,τι νομίζαμε ως τώρα, διαφορές ανάμεσα σε πολιτιστικά επίπεδα (...). Γι' αυτό, κάθε επιχείρημα που βασίζεται στον εθνικό χαρακτήρα είναι ελάχιστα δεσμευτικό για όποιον μοχθεί για την αναδημιουργία των πεποιθήσεων — δηλαδή για την κουλτούρα. Αν σταθμίσει, παραδείγματος χάριν, όλα όσα ήδη υπήρξαν ελληνικά, τότε θα διορθώσει αμέσως τη θεωρητική ερώτηση: τι είναι ελληνικό; με την αντερώτηση: τι είναι τώρα ελληνικό;

Και κάθε καλός Έλληνας θα την επιλύσει πρακτικά με το ξεπέρασμα των ελληνικών του ιδιοτήτων. Γιατί όταν ένας λαός προχωράει και μεγαλώνει, σπάζει κάθε φορά τη ζώνη (το πλαίσιο) που του έδινε ως τότε την εθνική του όψη. Αν όμως στέκει, μαραζώνει και ένα νέο πλαίσιο του περικλείει την ψυχή (...). Αν λοιπόν ένας λαός έχει πολλά σταθερά (στοιχεία) — τότε αυτό είναι απόδειξη πως θέλει να πετρώσει και να γίνει ολότελα μνημείο. Όπως από μια εποχή και πέρα έγινε με τους Αιγυπτίους. Αυτός λοιπόν που θέλει το καλό των Ελλήνων, θα φροντίσει για του εαυτό του, να μεγαλώσει βγαίνοντας έξω από αυτό που είναι ελληνικό. Γι' αυτό η στροφή προς το μη ελληνικό υπήρξε το γνώρισμα των πιο ικανών μέσα στο λαό μας”. (F. Nietzsche, Menschliches, Allzumenschliches II, 323).

Σκληρό αυτό το κείμενο —όπως άλλωστε όλα του Νίτσε— ιδιαίτερα επειδή κάναμε την υποκατάσταση της λέξης Γερμανός. Γιατί καθόλου δεν μας καίει να λένε στο Γερμανό να απογερμανοποιηθεί αλλά πονάμε όταν λέμε στον Έλληνα να αφελληνισθεί ! Όμως αυτό γίνεται έτσι κι αλλιώς — όπως βλέπουμε γύρω μας. Ο Έλληνας συνεχώς “αφελληνίζεται” για να ξαναγίνει (άλλου είδους) Έλληνας πάλι. Η κίνηση είναι διαρκής. Και αναγκαία !

Ο Νίτσε έχει δίκιο. Όποιος λαός δεν απορρίπτει και δεν αναδημιουργεί συνεχώς την παράδοση του, θα πεθάνει, θα απολιθωθεί και θα γίνει μνημείο του εαυτού του. Όλες οι μεγάλες εποχές (που δημιούργησαν παράδοση) το έκαναν ανατρέποντας την προηγούμενη. Αν η αθηναϊκή δημοκρατία δεν ανέτρεπε τους τυράννους, αν η αναγέννηση δεν απέρριπτε τη σχολαστική σκέψη, δεν θα είχαν υπάρξει.

Έτσι και κάθε παιδί επαναστατεί εναντίον των γονιών του και τους απορρίπτει, για να δεχθεί (αργότερα πια) τα δικά τους και τα δικά του σε ένα νέο μείγμα — δικό του τώρα.

Αυτά γίνονται στο χρόνο — με τη διαδοχή και τη συνέχεια. Αλλά τι γίνεται στο χώρο; Τι γίνεται με του επηρεασμό από άλλες παράλληλες κουλτούρες; Η παράδοση αλλάζει, ο άνθρωπος εξελίσσεται, αλλά προς τα που; Τι γίνεται με αυτούς που φωνάζουν πως θα ασπασθούμε την κουλτούρα των Αμερικάνων ή των Ευρωπαίων, του τρανζίστορ ή της τηλεόρασης;

Ας ξαναγυρίσουμε στο παράδειγμα του ατόμου. Είναι ίσως ο σοφότερος τρόπος να βλέπουμε μικρο-σκοπικά το θέμα. Το άτομο παίρνει από τους μεγαλύτερους παράδοση. Παίρνει από τους γύρω του επιδράσεις. Τελικά όμως πάντα διαμορφώνει τη δική του άποψη — τη δική του μοναδική προσωπικότητα που, ακόμη και για τον έσχατο των ανθρώπων, είναι ανεπανάληπτη.

Το ίδιο, πιστεύω, συμβαίνει με τους λαούς.

Παίρνουν από την παράδοση, παίρνουν από τις επιδράσεις των συγχρόνων, αφομοιώνουν και φτιάχνουν το δικό τους μείγμα. Το ροκ όπως το βλέπει ο Έλληνας δεν έχει καμία σχέση με το ροκ του Αμερικάνου. Και το τρανζίστορ από τη στιγμή που παίζει ροκ στην Ελλάδα, είναι άλλο τρανζίστορ (για να μην πούμε τι είναι όταν παίζει, τσάμικο ή πεντοζάλη).

Η διαφορά —με τους λαούς όπως και με τα άτομα— είναι πως άλλοι είναι πιο συνειδητοί και πιο σαφείς κι άλλοι λιγότερο. Κι εκεί νομίζω πρέπει να δώσουμε τη μάχη. Όχι στο να επιβάλουμε (με το ζόρι) μια παράδοση — ούτε στο να απομονώσουμε (που δεν γίνεται) το λαό για να μην υφίσταται ξένες επιρροές. Αλλά στο να κάνουμε συνειδητά σε όλους όλα τα στοιχεία, να τους ακονίσουμε την κρίση και τη σκέψη για να μπορέσει ο λαός ελεύθερα να φτιάξει την εκάστοτε σημερινή του ταυτότητα.

Ωστόσο οι νεοέλληνες δείχνουν να φοβούνται την ελεύθερη διαμόρφωση της Ιστορίας. Από όλες τις κατευθύνσεις ακούγονται φωνές, κηρύγματα, απαγορεύσεις και ευχές που με φοβίζουν. Επιβάλετε το παρελθόν! φωνάζουν οι μεν — αποκλείστε το παρόν! ωρύονται οι δε. Η συντήρηση και η ανανέωση αδελφωμένες προσπαθούν να επιβάλουν στο λαό μας ταυτότητες.

Και το μόνο που ίσως καταφέρουν να επιβάλουν (ταυτότητα με το ζόρι δεν γίνεται) είναι μια μισαλλοδοξία κι ένα νεο-σωβινισμό. Που κούφιος και άδειος είναι το αντίθετο της ζωντανής ταυτότητας. Είναι η απόρριψη χωρίς τη θέση.

Και πραγματικά, τα τελευταία χρόνια ένα κύμα νεο-σωβινισμού κατακλύζει την Ελλάδα : ΕΞΩ οι ξένοι! ΕΞΩ η ξένη κουλτούρα! ΕΞΩ οι ξένες εταιρίες ! ΕΞΩ οι ξένοι επαγγελματίες! Και τελευταίο:

ΕΞΩ τα ξένα σχολεία! Προφυλάξτε την Ελλάδα χτίζοντας γύρω της μια μεγάλη προστατευτική μάντρα.

Και το περίεργο είναι πως αυτές οι φωνές έρχονται κυρίως από το αριστερό, το “προοδευτικό” τμήμα του ελληνικού λαού. Από αυτούς που οι ιδεολογικοί προγονοί τους τραγουδούσαν τη “Διεθνή” και οραματίζονταν την κατάργηση όλων των συνόρων.

Από τη μια πλευρά επαγγελλόμαστε την ένωση όλων των λαών —ενωμένη Ευρώπη σήμερα, ενωμένη υφήλιος αύριο— κι από την άλλη θέλουμε να χτίσουμε τείχη προστασίας γύρω μας.

Και γιατί; Όχι βέβαια για να προστατέψουμε τη μοναδικότητα μας (προφάσεις και, δικαιολογίες!). Αλλά από φοβία, έλλειψη σιγουριάς και στενοκεφαλιά!

Η μοναδικότητα μας θα φανεί πιο έντονα όταν αντιπαραταχθεί στη μοναδικότητα των άλλων. Οι πιο συνειδητοί (και φανατικοί) Έλληνες ήσαν πάντα αυτοί που έζησαν μέσα σε ξένους. (Αλήθεια: πόσοι από τους Ιθακήσιους που ψήφισαν να απεμπολήσουν την παράδοση τους, ήσαν απόφοιτοι ξένων σχολείων;).

Η μισαλλοδοξία είναι πάντα προϊόν φόβου και κακομοιριάς. Το ίδιο και οι διακρίσεις, οι προστασίες, οι απαγορεύσεις. Οι ελεύθεροι, οι σίγουροι, οι συνειδητοί δεν φοβούνται — ούτε απαγορεύουν.

Μπορούμε να κάνουμε την Ελλάδα ένα απέραντο, ερμητικά σφραγισμένο μοναστήρι; Μπορούμε να την απομονώσουμε από όλες τις ξένες επιρροές;

Κάποτε πρέπει να καταλάβουν οι διάφοροι “πατεράδες” μας πως η νέα και ωραία κόρη Ελλάς δεν θα σωθεί από τις ανήθικες επιδράσεις του κακού περιβάλλοντος με το να την κρατάμε κλειδωμένη στο υπόγειο να μελετάει τις παραδόσεις της οικογένειας, αλλά με το να τη βοηθήσουμε να σκέπτεται, να διαλέγει και να πράττει σωστά.

Αλλά βέβαια κανείς δεν σκέπτεται πως θα απελευθερώσει πραγματικά αυτόν το λαό, αλλά πως θα διώξει τον άλλο κηδεμόνα για να αναλάβει ο ίδιος την κηδεμονία.

Ότι έχουμε τραβήξει πολλά από τους ξένους είναι αλήθεια. Αλλά σ' αυτό φταίμε εμείς και μόνον εμείς. Γιατί εμείς τους δίναμε τη δύναμη να μας αλώσουν. Κι επειδή υπήρξαμε συχνά ξενομανείς, τώρα πρέπει να γίνουμε ξενόφοβοι;

Σωστά! Ο λαός δεν χρειάζεται πια προστάτες και κηδεμόνες. Αλλά όχι μόνο εξωτερικούς — ούτε και εσωτερικού! Ο λαός χρειάζεται περισσότερη ελευθερία, περισσότερη κριτική στάση και —κυρίως— περισσότερη πληροφόρηση.

Είναι αβυσσαλέα η έλλειψη πληροφόρησης του κοινού μας. Που παρασυρμένο από τα συναισθήματα του, φανατίζεται με τους Ιρλανδούς Καθολικούς, φορτώνει τα προβλήματα του στους μασόνους και ψηφίζει την πολυκατοικιοποίηση της Ιθάκης. Κάθε σφυγμομέτρηση και κάθε δημοψήφισμα στην Ελλάδα δείχνει το μέγεθος της έλλειψης πληροφόρησης, της ακρισίας και της αγαθότητας αυτού του λαού. Του “πάντοτε ευκολοπίστευτου και πάντα προδομένου!”.

Περισσότερη Παιδεία θέλει λοιπόν αυτός ο λαός — και καλύτερη Παιδεία. Και γι' αυτό μας χρειάζονται τα ξένα σχολεία. Διότι κομίζουν σημαντικά στοιχεία Παιδείας σ' έναν τόπο που διψάει. Και το ότι υπάρχουν σήμερα μερικές χιλιάδες απόφοιτοι αυτών των σχολείων στη χώρα είναι ευτύχημα: και για την πολιτική, και για την οικονομία, και για την πολιτιστική ζωή μας. Και μακάρι να ήσαν περισσότεροι! Μακάρι δε να μπορούμε να λειτουργήσει σ' αυτή τη χώρα και κανένα ξένο πανεπιστήμιο ! Μήπως και ξυπνήσουν τα δικά μας!

Λένε: τα ξένα σχολεία δίνουν “προνομιούχο” εκπαίδευση. Μα ακριβώς γι' αυτό μας χρειάζονται. Δέχομαι τη δημοκρατική λογική που λέει: όλα τα παιδιά πρέπει να έχουν ίση μεταχείριση. Δεν συμφωνώ όμως, όταν εξυπακούεται μία λέξη: Ίση κακή μεταχείριση. Γιατί ο στόχος μας δεν είναι η εξίσωση προς τα κάτω. Επειδή δεν μπορούμε να βελτιώσουμε τα (πολλά) κακά σχολεία, καταργούμε τα λίγα καλά! Μας χρειάζονται λοιπόν “πρότυπα” σχολεία (ελληνικά και ξένα, ιδιωτικά και δημόσια), ώστε να έχουμε κάποιο μέτρο για να ανεβάσουμε και τα υπόλοιπα στο επίπεδο τους.

Το βασικό πρόβλημα της Παιδείας μας δεν βρίσκεται στην ιδιοκτησία των σχολείων, όσο στο κακό πρόγραμμα, την κακή οργάνωση και τους πτωχούς διδάσκοντες. Στη χώρα της κακής παράδοσης, τη χειρότερη την έχει η Παιδεία μας. Θρηνούνε (οι ελληνόπληκτοι) την κατάργηση των Αρχαίων. Λες και είχε μάθει έστω κι ένας άνθρωπος Αρχαία από το ελληνικό σχολείο. Λες και είχε νιώσει κανείς την ομορφιά του Όμηρου, τη νόηση του Πλάτωνα ή την τραγικότητα του Σοφοκλή μέσα στο σχολικό μάθημα! Ποια Αρχαία λοιπόν καταργήθηκαν, αυτά που δεν υπήρχαν;

Αλλά οι ελληνόπληκτοι είναι άνθρωποι των τύπων. Δεν τους ενδιαφέρει αν μαθαίνει κανείς Αρχαία — φτάνει να είναι στο πρόγραμμα. (Μήπως δεν είναι στο πρόγραμμα —και μπόλικα— τα θρησκευτικά, χωρίς να κάνουν κανέναν πιο Χριστιανό!). Όπως δεν τους ενδιαφέρει αν η παράδοση συντηρείται με διατάγματα “εκ των άνω”, φτάνει να συντηρείται (έστω και νεκρή. Γιατί είναι νεκρή όταν ο λαός δεν τη θέλει!).

Από δεξιά λοιπόν οι ελληνόπληκτοι, από αριστερά οι “προοδευτικοί”, σε μια περίεργη συμμαχία εγκαινιάζουν έναν νέο πολιτιστικό σωβινισμό. Που αναλώνεται σε στείρα άρνηση !

Από τη Δεξιά δεν περιμένω βέβαια πολλά. Αλλά από τους προοδευτικούς και επαναστάτες άλλα ζητάω. Να καταφέρουν να βελτιώσουν όχι τους τύπους αλλά την ουσία. Να διαλύσουν το γρανιτώδες ιερατείο που καταδυναστεύει την ελληνική παιδεία. Να δώσουν στον Έλληνα πέρα από τη (νεκρή) μάθηση, σκέψη και κρίση. Η δύναμη αυτή της κρίσης και της αυτοσυνείδησης θα προστατέψει καλύτερα από κάθε απαγόρευση του νεοελληνικό πολιτισμό και την παράδοση.

Αν μάλιστα είχα μια πρόταση για τα ξένα –και για τα ελληνικά— σχολεία, θα ήταν να τους αφήσουμε μεγαλύτερη ελευθερία από το δικτατορικό “πρόγραμμα” του Υπουργείου Παιδείας. Για να ξαναθυμηθώ τον Νίτσε : “Οι κυβερνήσεις των μεγάλων κρατών έχουν στα χέρια τους δύο μέσα για να κρατούν το λαό σε εξάρτηση, τρομαγμένο και υποτελή: ένα, πιο βάναυσο: το στρατό, και ένα πιο ευγενικό: το σχολείο”.

Περισσότερη ελευθερία θέλει η Παιδεία μας — κι όχι απαγορεύσεις και μισαλλοδοξίες. Έστω κι αν δεν κατασκευάζει έτσι τους ιδανικούς “πειθήνιους” πολίτες που ονειρεύεται κάθε κόμμα και κάθε κράτος.