Έρχομαι να πω για ένα θαυμαστό ταξίδι. Πέρασε καιρός αλλά ακόμα λαμπυρίζει, μέσα μου. Εισέδυσα στο σώμα της Ελλάδας. Ανέπλευσα την κεντρική αρτηρία της. Μπροστά μου ξετυλίχτηκε το θαύμα της πολλαπλής ανατομίας βουνών και πεδιάδων. Ώρες σωρευτικές εμπειρίες με συνέτριψαν και με εγκαρδίωσαν. Έφτασα στο τέλος του ταξιδιού μεθυσμένος και ευτυχής.

Χρόνια τώρα, όταν κάποιος λόγος με οδηγεί στη Θεσσαλονίκη, αρνούμαι την προοπτική της πτήσης. Δεν μου λέει τίποτε αυτός ο γεωφυσικός χάρτης στα πόδια μου - είναι μία αφαίρεση, ένα φάντασμα. Ενώ η Εθνική Οδός -αυτό το γυαλιστερό ποτάμι, αυτή η κεντρική αρτηρία στο σώμα της Ελλάδας- τι βίωμα! Σε λίγες ώρες παίρνεις περισσότερη γεύση από γη, φως και ιστορία - παρά να διαβάσεις Όμηρο, Παπαρρηγόπουλο και Μακρυγιάννη μαζί. Χαρίζω τα φτερά της Ολυμπιακής στους φίλους (που άλλωστε φτάνουν πάντα μετά από μένα) και ξεκινάω για την ανανέωση της αρχαίας μυστικής εμπειρίας.

Μόνος. Δεν θέλω συνεπιβάτη ή συνένοχο. Εγώ και ο δρόμος. Εγώ και το φως, η βροχή, τα βουνά, οι κάμποι, οι ποταμοί. Ίσως κάποια μουσική υπόκρουση. Όταν -κι εκεί- που πρέπει.

Ο δρόμος αυτός δεν μ' έχει προδώσει ποτέ. Με ήλιο, με χιόνι, με άνεμο - κάθε φορά ανανεώνεται το μυστικό συμβόλαιο αγάπης. Πάντα διαφορετική η διαδρομή - και πάντα ίδια. Καινούρια και οικεία. Και σίγουρα όμορφη.

Αλλά τόσο ωραία σαν την τελευταία φορά δεν ξανάγινε. Αρχή Δεκέμβρη το βαθύ, το τελευταίο φθινόπωρο. Χιλιάδες αποχρώσεις από το χρυσό ως το χρυσό. Δέντρα πότε γυμνά -σκέτοι γραφισμοί στο φόντο- πότε φλογισμένα, πότε μισόγυμνα στον αέρα. Φωτιά οι πυράκανθοι, μαύρα τα κυπαρίσσια, λευκές οι λευκές. Και πάνω από όλα οι χιλιάδες εναλλαγές του φωτός: συννεφιά, ήλιος, ομίχλη, λοξές τεθλασμένες ηλιαχτίδες, βροχή, ήλιος, σκόρπια νέφη - έζησα όλους τους καιρούς, σε λίγες ώρες.

Πέρασα τη ραχοκοκαλιά της Ελλάδας σε λίγες ώρες. Σπόνδυλοι της τα όρη: Πεντέλη, Πάρνηθα, Πτώον, Χλωμό, Καλλίδρομο, Όθρυς, Γερακοβούνι, Όσσα, Όλυμπος. (Κι από μακριά: Παρνασσός, Πήλιο, Μαυροβούνι, Πιέρια). Διάβηκα πάνω από τριάντα ποτάμια, ζωντανό νερό, ιχώρ στο άγιο σώμα. Είχα τον ήλιο πότε δεξιά, πότε ζερβά - πότε μαζί βροχή από τη μια και ήλιο.

Αυτή είναι η ταινία που λέγεται Ελλάδα. Το μεγάλο μπροστινό τζάμι γίνεται οθόνη και πάνω της ξετυλίγεται η μορφή και η ιστορία. Διαλέγω τη μουσική υπόκρουση, το σχόλιο το κάνω εγώ -απαγγέλλω, τραγουδάω, μονολογώ. Ώρες μεθάω, διονυσιάζομαι ένθεος και χορεύω τετράτροχος, όπως τετράποδος ο γυμνασμένος αναβάτης με το άλογο του.

Και είναι τόσο άδεια αυτή η χώρα - την αισθάνομαι όλη δική μου. Σε ευθείες, όσο πάει το μάτι, ψυχή. Που και που κανένα μεγάλο φορτηγό, ή ένα ξεχασμένο τρακτέρ. Λίγα χιλιόμετρα έξω από τις μεγάλες πόλεις, η μαγική μεταμόρφωση συντελείται. Η Ελλάδα απαλλάσσεται από όλα τα μιάσματα της, τις δουλείες, τους ρύπους - κι έρχεται προς τα σένα, ολόγυμνη, γοητευτική, κατάμονη. Εσύ, αυτή κι ο δρόμος που περιελίσσεται σαν περίπτυξη ερωτική. Ξέσπασμα στις ευθείες, χάδι στις στροφές. Και το φως λευκό, φθινοπωρινό, παγωμένο μέσα από φύλλα ή γυμνά κλαδιά. Και η αίσθηση της απόλυτης ταχύτητας που δίνει εγρήγορση και συναγερμό σ' όλα τα νευρικά κέντρα.

Ξεκίνησα κουρασμένος, σκοτισμένος, φορτωμένος - κι έφτασα φρέσκος, δροσερός και πανάλαφρος. Είχα ένα τεράστιο κέφι, είχα τη διάθεση να χορέψω το ταξίδι μου. Μπήκα σε μια αίθουσα με σοβαρούς ανθρώπους που συζητούσαν σοβαρά θέματα κι ένιωθα σαν παιδί που είχε χαρεί την υπέρτατη αταξία, σαν εραστής που είχε απολαύσει την απόλυτη ηδονή, σαν Μυστικός που είχε δει το Θεό.

Το φως μέσα μου ήταν τόσο δυνατό που δεν τολμούσα να κλείσω τα μάτια - θα τυφλωνόμουνα.

- Με ποιο αεροπλάνο ήρθατε; - Ήρθα με αυτοκίνητο.- Θεέ μου! πόσο κουραστικό!

Κουραστικό, όσο ο έρωτας, η μουσική, ή το γράψιμο. Σε εξαντλούν και σε τονώνουν. Σε αναλίσκουν και σε αναζωογονούν. Κι εύχεσαι να μην τελειώσουν ποτέ.

Να μην τελειώσουν ποτέ τα τοπία και οι δρόμοι της Ελλάδας. Τα χρόνια που πέρασα ταξιδεύοντας - τι κέρδος μέγιστο! Τι να πρωτοθυμηθώ: Τα δρομάκια της Μάνης και της ορεινής Κέρκυρας, τις στροφές στον Πάρνωνα και στο Βελούχι, την άνοδο στην Γκιώνα και την κάθοδο από τα Καλάβρυτα; Έχω κυκλοφορήσει για χρόνια μέσα στις φλέβες της Ελλάδας, μικρές και μεγάλες, μέχρι τα τριχοειδή αγγεία - τα μονοπάτια. Εγώ είμαι το αίμα, εκτοξεύομαι σαν παλμός σ' όλες τις άκρες και επιστρέφω πάντα στο κέντρο. Οι ευθείες του Καϊάφα, οι στροφές της Παραμυθιάς, με γνωρίζουν καλά.

Αλλά η μεγάλη διαδρομή, η ένδοξη, η περιεκτική της ουσίας, είναι η ανάβαση στη Μακεδονία. Κάθε φορά αποκομίζω βαθύτερη γνώση του μυστικού της γης μου. Που δεν είναι γη ούτε πέτρα, ούτε ύλη αλλά δομημένο πνεύμα – γραμμή και φως.

Μια συμφωνία σκιάς και λάμψης που τελειώνει πάντα σ' ένα μεγάλο δοξαστικό - στον επίπεδο κάμπο της Θεσσαλονίκης.

Στο γυρισμό, συνάντησα τα Τέμπη επιζωγραφισμένα με την πιο λυρική κινέζικη ομίχλη.

Ο μεγάλος δρόμος γυάλιζε από τη βροχή και το πανόραμα άρχισε να ξετυλίγεται αντίστροφα. Είδα την ταινία από το τέλος προς την αρχή - αλλά ήταν πάλι άλλη ταινία. “Αλλιώς ωραία”!