Το πιο εύκολο πράγμα στην Ελλάδα είναι να προβλέψεις το μέλλον. Δεν χρειάζεσαι ούτε Καζαμία ούτε Νοστράδαμο. Δεν έχεις παρά να δεις τι γίνεται στις “προηγμένες” χώρες — το οποίο, σε λίγα χρόνια, θα γίνει κι εδώ. (Γι' αυτό τις λένε προηγμένες. Επειδή... προηγούνται).

Μοναδική αυτού του είδους η μαντική ! Μαζί με τα προβλήματα του μέλλοντος, σου φανερώνει και τις λύσεις ! Τις εφαρμόζεις από πριν — και δεν δημιουργούνται καν τα προβλήματα...

Πόσο θα σε ζήλευαν οι άλλοι, οι προηγμένοι, οι πρωτοπόροι, για την πλεονεκτική σου θέση. Αντί να ανοίγεις δρόμο, εσύ ακολουθείς την “πεπατημένη”. Και χωρίς το φόβο να την “πατήσεις”.

Έτσι, αυτοί. Αλλά η δική μας κατάσταση θυμίζει κλασική ταινία του Σαρλό. Όπου ο πρώτος διαβάτης που περνάει πέφτει στην τρύπα με τα βρωμόνερα, αγανακτεί, χειρονομεί, υβρίζει. Και ο δεύτερος που τον ακολουθεί, που τον είδε, που χτυπήθηκε στα γέλια με το πάθημα του, πέφτει (φυσικά) κι αυτός στην ίδια τρύπα. Κάποια κωμική (ή τραγική) νομοτέλεια τον υποχρεώνει να επαναλάβει αυτό, που κάλλιστα θα μπορούσε να αποφύγει.

Εδώ το κοινό γελάει. Αλλά οι Έλληνες κλαίμε. Γιατί δεν μπορούμε πια να ζήσουμε σ' αυτόν τον τόπο. Και γιατί αυτό, που είναι μια κωμική σκηνή του βωβού κινηματογράφου, είναι μαζί και η συντομότερη περιγραφή της μοίρας μας. Βλέπαμε, βλέπαμε τους άλλους να προχωράνε: άλλοι να πέφτουν στην τρύπα, άλλοι να την αποφεύγουν εγκαίρως. Κι εμείς;

Δεν χρειάζεται να σας περιγράψω τη σημερινή ζωή μας. Ένα αίσθημα ασφυξίας έχει καταλάβει τους Έλληνες. Ο αέρας μας δεν αναπνέεται, οι τροφές μας δεν τρώγονται, οι πόλεις μας δεν είναι πια κατοικήσιμες. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε ούτε καν για χαμηλή ποιότητα ζωής. Ίσως μόνο για φαυλότητα ζωής. Και η Αθήνα πεθαίνει.

Κι όμως: Όλα μπορούσαν να έχουν προβλεφθεί και αποφευχθεί — γιατί όλα είχαν ήδη συμβεί και ξεπεραστεί κάπου αλλού!

Τι είδους νοητική μυωπία, τι μεγέθους πνευματικό αστιγματισμό είχαν πάθει οι ιθύνοντες σ' αυτή τη χώρα (και δεν εννοώ μόνο τους πολιτικούς) τα τελευταία τριάντα χρόνια, Ήταν δυνατόν να μην έβλεπαν που οδηγούσαν οι εξελίξεις; Μια ξένη εφημερίδα να διάβαζαν, ένα ταξίδι να έκαναν έξω — θα είχαν το μέλλον της Ελλάδας μπροστά στα μάτια τους.

Και ήταν τόσο εύκολα το '50, το '55 και το '65 να προγραμματίσουν, να χωροδιατάξουν, να απαλλοτριώσουν (τότε που γινότανε). Να χαράξουν δρόμους, να προβλέψουν γκαράζ και πάρκινγκ, να ορίσουν τις βιομηχανικές ζώνες, να αντιγράψουν τις προδιαγραφές ρυπάνσεως, να μιμηθούν τους ξένους οικοδομικούς κανονισμούς.

Τίποτα! Δεν έγινε τίποτα! Με τη μηχανική ακρίβεια της κωμικής (ή τραγικής) ειμαρμένης, πέσαμε στη λούμπα με τα βρωμόνερα, αρκετή ώρα αφού οι προηγούμενοι (ή “προηγμένοι”) είχαν ήδη βγει από μέσα.

Και το χειρότερο: Εμείς θα μείνουμε μέσα!

Γιατί, ούτε αυτή τη στιγμή —ενώ η Ελλάδα ασφυκτιά— δεν γίνεται τίποτα. Συζητάμε ακόμη (αν είναι δυνατόν!) το σχέδιο νόμου για υποχρεωτικά γκαράζ στις οικοδομές. Και κινδυνεύει να νικήσει το λόμπι των εργολάβων (ξέρετε ποιων —αυτών που κατάστρεψαν την Αθήνα!) οι οποίοι το πολεμάνε, γιατί δεν συμφέρει την άθλια τσέπη τους.

(Για τους ιστοριοδίφες: Η πρώτη αναγγελία νόμου για υποχρεωτικά γκαράζ έγινε το 1962. Και τότε νίκησαν οι εργολάβοι. Σκεφθείτε τι κυκλοφοριακή όαση θα ήταν η Αθήνα αν όλες οι οικοδομές που χτίστηκαν από το ‘62 και πέρα, είχαν γκαράζ!).

Δεν είναι μόνο που δεν μαθαίνουμε από τους άλλους. Πάμε να τους μάθουμε εμείς! Πρώτοι ξηλώσαμε (με εθνική υπερηφάνεια) τις ράγες των τραμ —για να πληροφορηθούμε αργότερα πως οι κουτόφραγκοι όχι μόνο δεν τις ξήλωσαν, αλλά τις επεκτείνουν— ακόμη και σήμερα! Οραματιζόμαστε σαν πανάκεια την κατασκευή του Μετρό τη στιγμή που οι άλλοι εγκαταλείπουν και έτοιμες σήραγγες, γιατί το κόστος των υπόγειων συγκοινωνιών είναι απαγορευτικό — και η χρησιμότητα τους περιορισμένη σε σύγκριση με τις μοντέρνες επίγειες ή εναέριες λύσεις. Και είναι, σίγουρο πως εμείς θα φτιάξουμε Μετρό, όταν οι άλλοι θα τα μετατρέπουν σε Μουσεία!

Κάποτε ρώτησαν ένα γέρο Κερκυραίο, τι χρειαζόταν η πόλη του για να βελτιωθεί.

“Τι να θέλει, παιδάκι μου;”, είπε. “Μπομπαρνταμέντο θέλει”.

Μπομπαρνταμέντο χρειάζεται και η Αθήνα. Ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν, κύριοι βομβιστές: ένα Πάσχα, που θα λείπουν οι Αθηναίοι, τινάξτε την πόλη στον αέρα.

Θα σας στήσουμε ανδριάντα. Και μετά θα ξαναχτίσουμε την πόλη όπως πριν. Στα ίδια χάλια.

Αυτή η μυωπία είναι, φοβάμαι, κληρονομική.