Φιλελεύθερος Κύπρου 6.12.14

Νίκος Δήμου

στον Θανάση Φωτίου για την εφημερίδα Φιλελεύθερος, της Κύπρου

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΚΑΤΑΤΟΠΙΣΤΙΚΑ

«Όλο και περισσότερο νιώθω σαν αυτόν που κέρδισε το λαχείο/ και έχασε το λαχνό». Αυτό λέτε σ’ ένα ποίημα σας με τίτλο «Ζωή». Αυτό είναι η ζωή σας; Αισθάνεστε έτσι; Γιατί;

Γιατί κέρδισα πολλά, αλλά όχι αυτά που ήθελα. Γιατί έχω πετύχει σε πράγματα που δεν επεδίωξα ιδιαίτερα.

ΔΗΛΑΔΗ;

Για να το εξηγήσω αυτό χρειάζεται μία σύντομη αναδρομή:

Από το 1953 (που κυκλοφόρησε η πρώτη μου ποιητική συλλογή) ως το 1973, έγραφα και δημοσίευα μόνο ποιήματα. Ο Ανδρέας Καραντώνης, κορυφαίος κριτικός, τα είχε δεχθεί με ενθουσιασμό.

Αν ζούσα στην Ελβετία, θα είχα ίσως εξελιχθεί σε ένα καλό ποιητή. Αλλά ζούσα στην Ελλάδα, όπου η πραγματικότητα σου επιτίθεται συνεχώς. Έτσι, τον καιρό της Χούντας, έγραψα την «Δυστυχία του να είσαι Έλληνας». Εκδόθηκε αμέσως μετά, με έκανε διάσημο και με κατέστρεψε. Διότι έγινε το απόλυτο μπεστ-σέλερ στην Ελλάδα και παγκοσμίως (κυκλοφόρησε σε 8 γλώσσες).

ΚΑΙ γιατί αυτό ήταν καταστροφή; Άλλοι μια τέτοια επιτυχία την επιζητούν…

Μα διότι σύμφωνα με την επαρχιώτικη ελληνική αντίληψη κάποιος που κάνει ένα μπεστ-σέλερ δεν μπορεί να είναι σοβαρός λογοτέχνης.

ΑΥΤΟ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ;

Δεν το ξέρω – αλλά στην Ελλάδα συμβαίνει σίγουρα – κι όχι μόνο σε μένα.

Έτσι το παιδικό μου όνειρο, να γίνω λογοτέχνης, μάγος του ύφους και των λέξεων δεν ευοδώθηκε. Εγώ θεωρώ ότι το πλησίασα. (Άλλωστε και η «Δυστυχία είναι λογοτεχνία). Όμως αυτή η ιδιότητα δεν μου αναγνωρίστηκε από τους ομότεχνους και την κριτική. Τα λογοτεχνικά μου βιβλία διαβάστηκαν από το κοινό, αλλά αγνοήθηκαν εντελώς από τους ειδικούς. Δεν συμπεριλαμβάνονται ποτέ στις λίστες των υποψήφιων για τα λογοτεχνικά βραβεία. Ποιήματά μου δεν έχουν ανθολογηθεί σε καμία ποιητική ανθολογία. Προ μηνών κυκλοφόρησε μία μελέτη (του Παναγιώτη Αριστοτελίδη) με τίτλο «Ο άγνωστος ποιητής Νίκος Δήμου». Έτσι λοιπόν θα ακούσετε για μένα ότι είμαι επιτυχημένος σχολιογράφος, διανοούμενος, στοχαστής, κλπ. πράγματα που μου δεν με συγκινούν. Ακόμα και αυτοί που με αναγνωρίζουν ως σατιρικό ή δοκιμιογράφο – σαν να αποσιωπούν ότι η σάτιρα και το δοκίμιο είναι από τα δυσκολότερα λογοτεχνικά είδη.

ΚΑΙ ΟΛΟ ΑΥΤΟ ΣΑΣ ΣΤΕΝΑΧΩΡΕΙ; ΣΑΣ ΠΛΗΓΩΝΕΙ;

Όσο πλήγωνε τον Χατζιδάκι όταν τον σύστηναν ως τον συνθέτη που έγραψε τα «Παιδιά του Πειραιά».

«Πριν με βαρεθείτε κι εσείς, όπως άρχισα να με βαριέμαι εγώ», είπατε για την απόσυρση σας… Γι’ αυτό αποφασίσατε να αποσυρθείτε; Και γιατί αρχίσατε να σας βαριέστε;

Γιατί κατάλαβα πως άρχισα να επαναλαμβάνομαι – κάτι που μισώ.

Τη σύντομη ανακοίνωση της απόσυρσής σας τη συνοδέψατε με κάποιες φωτογραφίες - για να σας θυμίζουν  όπως είπατε, μερικούς σταθμούς. Αν έπρεπε να εστιάστε σε 2, ποιους θεωρείτε σημαντικότερους της ζωής σας;

Εκείνο τα διάφανο πρωινό  επάνω στην Πνύκα με την πρώτη μου αγάπη, την Marleen Bucholz (πέθανε πέρυσι). Και τα εγκαίνια της πρώτης μου φωτογραφικής έκθεσης («Το Φως των Ελλήνων», 1984) όπου ξεναγώ τον Ελύτη και την Μαρώ Σεφέρη σε μία δουλειά εμπνευσμένη από το ποιητικό έργο του ίδιου του Ελύτη και του Γιώργου Σεφέρη

Διέκρινα κι ένα παράπονο «Πρώτη φορά δημοσιεύω εδώ φωτογραφίες που δεν τράβηξα εγώ. Αλλά και γι αυτές που τράβηξα, δεν μου γράψατε τίποτα. Τόσα σχόλια για τα κείμενα και κουβέντα για τις εικόνες μου….».

Οι ξένοι με θεωρούν καλό φωτογράφο (τεκμηριώνεται από το ότι με πληρώνουν καλά) όπως άλλωστε και καλό συγγραφέα. (Τις καλύτερες κριτικές μου τις έχω εισπράξει εκτός Ελλάδος). Εδώ και ο φωτογράφος Δήμου αγνοείται.

Τελευταίως, τα κείμενα σας μου έδιναν την εντύπωση ότι ήταν προκλητικά επί τούτου. Λες και θέλατε να δημιουργήσατε φασαρία γύρω από τον εαυτό σας. Έκανα λάθος;

Αν δείτε τα κείμενά μου τα τελευταία 40 χρόνια θα διαπιστώσετε πως ακολουθούν την ίδια γραμμή. Υπάρχει ένα βιβλίο μου με τίτλο «Ασκήσεις Ελευθερίας». ‘Ένας  τόμος σε μεγάλο σχήμα με 540 σελίδες που περιέχει κείμενα γραμμένα από το 1975 ως το 2005. Την επιλογή και την σύνθεση έχει κάνει ο Θανάσης Τριαρίδης. Διαβάζεται σαν να έχει γραφτεί όλο μαζί – κι ας είναι το ένα κείμενο του 78 και η συνέχεια του 94.

Το πρόβλημα είναι ότι η Ελληνική κοινωνία γίνεται όλο και πιο συντηρητική. Για το λεγόμενο «Άγιο Φως» έχω γράψει πολλές φορές μέσα στα 40 χρόνια. Τις περισσότερες κατάρες τις εισέπραξα φέτος.

Όταν κάποιος κολυμπά μονίμως κόντρα στο ρεύμα δεν υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να πνιγεί στο τέλος;

Ναι, αλλά τι νόημα έχει να πηγαίνεις όπου σε πάει το ρεύμα;

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ 

Τι θα λέγατε ότι κυνηγήσατε με πάθος στη ζωή σας;

Την ασυμβίβαστη ποιότητα. Και την αξιοπρέπεια.

Χρήματα βγάλατε απ’ αυτή τη δουλειά; Ο «νόμος της ερωτευμένης πόρνης», όπως είπατε κάποτε, είχε αποτέλεσμα;

Έβγαλα ακριβώς τόσα χρήματα όσα χρειαζόμουν για να μείνω ελεύθερος. Έχω παραιτηθεί 11 φορές από τα μεγαλύτερα ελληνικά ΜΜΕ. Δεν θα μπορούσα να το κάνω, αν δεν ήμουν οικονομικά ανεξάρτητος. Εκπορνεύτηκα 18 χρόνια στην διαφήμιση (μία κατά τα άλλα ενδιαφέρουσα άσκηση) για να μπορώ να παραμείνω μετά ασυμβίβαστος.

Ο νόμος της ερωτευμένης πόρνης λειτούργησε θαυμάσια. Με πλήρωναν για να κάνω πράγματα (π. χ. να γράφω, να φωτογραφίζω, να δοκιμάζω υπολογιστές) που θα τα έκανα και τζάμπα. Όπως και η πόρνη θα έκανε τζάμπα έρωτα με αυτόν που αγαπάει.

Αν βγάλατε χρήματα, που τα ξοδέψατε;

Δεν έκανα ποτέ σπατάλες. Δεν ξόδεψα για ρούχα, για γλέντια, για χλιδάτα πράγματα. Μόνο για βιβλία (35.000 τόμους έχει η βιβλιοθήκη μου), δίσκους, ταξίδια και τεχνολογικά επιτεύγματα.

Μιλήστε μου για την οικογένειά σας - τα παιδικά σας χρόνια. Τι αναμνήσεις ανασύρετε από τότε;

Δεν ήταν ωραία χρόνια. Η μητέρα ήταν διαρκώς άρρωστη και ο πατέρας διαρκώς απών. Ένα σπίτι άδειο που μύριζε φάρμακα. Τα έχω περιγράψει στους «Δρόμους» μου (αυτοβιογραφία).

Με ποιον ήσασταν πιο δεμένος; Με τον πατέρα ή την μητέρα σας; Και ποιος έπαιξε πιο καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή του χαρακτήρα σας;

Αγαπούσα την μητέρα και θαύμαζα τον πατέρα. Αλλά τρίτοι ήταν αυτοί που με διαμόρφωσαν. Συγγραφείς και δάσκαλοι. Ο Ιούλιος Βερν, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (ο «Φαίδων» της «Διάπλασης») ο λογοτέχνης και καθηγητής μου στο Κολλέγιο Βασίλης Μοσκόβης, ο επίσης καθηγητής μου μουσικολόγος Μίνως Δούνιας– αλλά κυρίως η καθηγήτρια της Γαλλικής φιλολογίας Gisele Vivier στην οποία χρωστάω περισσότερα από οποιονδήποτε άνθρωπο. (Έστησα ένα βιβλίο γι αυτήν).

Εύπορη οικογένεια ή όχι;

Τόσο που να μου δώσει την καλύτερη μόρφωση. Αλλά κληρονόμησα μόνο χρέη.

Πήγατε, όμως, στο Αμερικανικό Κολλέγιο του Ψυχικού και στα 19 σας στη Γερμανία για έξι χρόνια… Αυτό ήταν πολυτέλεια εκείνα τα χρόνια, σωστά;

Και είχα γαλλομαθή νταντά (πρώτη γλώσσα που μίλησα) και μου αγόραζαν ό,τι βιβλία ήθελα. Μοναχοπαίδι. Πραγματικά μου τα έδωσαν όλα (εκτός από κατανόηση). Χρεώθηκαν για να πάω στην Γερμανία.

ΓΙΑΤΙ το λέτε αυτό; Ότι δεν σας έδωσαν κατανόηση. Εξηγήστε μου…

Διότι ο καθένας ήταν εγκλωβισμένος στο δικό του πρόβλημα.

Ως παιδί της κατοχής, τι στερηθήκατε περισσότερο;

Το καλό φαγητό. Λαχανίδες, πλιγούρι και μπομπότα το καθημερινό γεύμα.  Το φρέσκο αυγό ήταν πανηγύρι. Το πιάνο μας (Bechstein!) ανταλλάχτηκε με ένα τενεκέ λάδι.

Διάβασα να λέτε πως ο πατέρας σας ήταν σπάταλος. Σε τι;

Του άρεσαν οι γυναίκες τα άλογα και η καλή ζωή.

Να υποθέσω ότι δεν βρήκατε κάποια περιουσία;

Μόνο χρέη.

Στην Γερμανία όπου πήγατε είναι αλήθεια ότι είχατε έρθει σε επαφή με τον μετέπειτα Πάπα Βενέδικτο;

Είχα την τύχη να κάνω παρέα με ανθρώπους πολύ σημαντικούς,που σήμερα είναι παγκόσμια ονόματα.Με τον Βενέδικτο απλώς μονομαχήσαμε σε ένα σεμινάριο όπου παρουσίασα σε περίληψη την διδακτορική διατριβή μου, περί σκεπτικισμού. Τον ταυτοποίησα μετά από 50 χρόνια, όταν είδα το όνομα Ratzinger στις σημειώσεις μου.

Και γιατί είπατε κάπου πως μετανιώσατε που επιστρέψατε στην Ελλάδα;

Ένας από τους Γερμανούς φίλους, που είχε χάσει τα ίχνη μου, ρώτησε έναν Έλληνα για την τύχη μου. Όταν άκουσε πως ήμουν γνωστός συγγραφέας στην Ελλάδα, είπε: «Μα τι μου λέτε; Αυτός ήταν ο καλύτερος από όλους μας – και πήγε και θάφτηκε στην επαρχία!»

Και γιατί επιστρέψατε;

Συναισθηματικοί και οικονομικοί λόγοι. Άρρωστη μητέρα, φευγάτος πατέρας – χρειάστηκε αμέσως να κερδίσω χρήματα. Μαζί με την θητεία, έκανα ό,τι δουλειά έβρισκα.

Κι όταν χάσατε τον πατέρα σας και την μητέρα σας, πως νιώσατε δεδομένων όσων μου περιγράψατε πιο πάνω;

Και πάλι ένιωσα ορφανός. Για τον πατέρα μου, επειδή τον είχα χάσει πολύ πριν πεθάνει, μου έμεινε και μία αίσθηση απουσίας, ότι ποτέ δεν μπορέσαμε να δημιουργήσουμε μία σχέση.

ΕΛΛΑΔΑ

Στα Μικρά Βήματα, ένα χρονογράφημά σας έχει τίτλο «Οι Είκοσι Ενοχλήσεις». Τι σας ενοχλεί σήμερα πιο πολύ;

Ο τρόπος που πολλοί  Έλληνες αντιμετωπίζουν την Κρίση. Ρίχνοντας τις ευθύνες στη Μέρκελ, την τρόϊκα, κλπ., χωρίς ίχνος αυτοκριτικής και αυτογνωσίας

Απ’ την άλλη, όμως, όλες αυτές οι ενοχές που φορτώνονται σ’ ένα λαό, δεν είναι παρατραβηγμένες; Δηλαδή για ένα φόνο είναι σωστό να επιβάλλεται η ίδια ποινή και σ’ αυτόν που τον έκανε και σ’ αυτόν που τον είδε;

Αυτός που απλώς τον είδε, φυσικά δεν ευθύνεται. Αλλά στην ιστορία δεν είμαστε θεατές – είμαστε δράστες. Άλλοι πρωταγωνιστές, όπως οι πολιτικοί μας και άλλοι συνεργοί όπως η πελατεία τους. Τον φόνο της ελληνικής οικονομίας τον διαπράξαμε όλοι εμείς – δεν τον είδαμε ως θεατές

Σε τι διαφέρει η Ελλάδα του σήμερα από την Ελλάδα που απαιτούσε 9 χρόνια αναμονής για τηλέφωνο στο Παλαιό Ψυχικό;

Τεχνολογικά έχει προοδεύσει. Στην νοοτροπία ελάχιστα.

«Κλείσε στην καρδιά σου την Ελλάδα και θα πάθεις έμφραγμα», γράψατε κάποτε. Σκληρό δεν ήταν;

Κι όμως όλοι οι αυθεντικοί  Ελληνολάτρες (όχι οι εθνικιστές και πατριδοκάπηλοι) έχουν νιώσει αυτόν τον κόμπο στην καρδιά όταν συλλογίζονται τη χώρα τους. Διότι την πονάνε.

Ξέρετε, πάντα την είχα την απορία. Την Ελλάδα την αγαπάτε;

Ένα απόσπασμα από το «Ημερολόγιο του καύσωνα»: «Αυτή η χώρα με έχει σακατέψει. Πως λέμε: σεισμόπληκτος, πλημμυρόπληκτος. Εγώ - Ελλαδόπληκτος. Η Ελλάδα - με την ομορφιά και τον παραλογισμό της - έχει περάσει από πάνω μου σαν τραίνο».

Αν δεν αγαπούσα  παράφορα την Ελλάδα, πώς θα είχα γράψει την «Δυστυχία;» «Ερωτική εξομολόγηση ενός απογοητευμένου εραστή» την ονόμασε μία Γερμανίδα κριτικός. Και φυσικά δεν θα είχα γράψει και φωτογραφήσει «Το φως των Ελλήνων».

Τους Έλληνες;

Μερικούς, ναι.  Ως άτομα. Ως σύνολο; – αδυνατώ ν αγαπήσω κάτι το τόσο αφηρημένο. Απορώ πώς μερικοί ισχυρίζονται ότι π. χ. αγαπούν τους Ιταλούς ή Ιρλανδούς. Όλους;

Οι Έλληνες σας αγαπούν; Τι πιστεύετε;

Μερικοί ναι. Οι περισσότεροι μάλλον όχι. Αλλά δεν με ενοχλεί – διότι δεν με ξέρουν. Η αντιπάθειά τους αφορά ένα κατασκεύασμα τρίτων.

Γιατί λέτε ένα κατασκεύασμα τρίτων; Αν δεν σας αγαπούν είναι μάλλον γι’ αυτά που εκφράζετε… Δεν είναι έτσι;

Όχι, βέβαια. Εκφράζω πολλά πράγματα – και ο ενδιαφερόμενος επιλέγει αυτά που τον βολεύουν και φτιάχνει ένα είδωλο για στόχο.

Σε όσους σας κατηγόρησαν για «μισελληνισμό», ότι αναζητούσατε μεθοδικά αρνητικές ιδέες για να κατηγορείτε τη χώρα σας, τι απαντάτε;

Θα πω ότι η βλακεία του ανθρώπου δεν έχει όρια. (Και γιατί θα το έκανα αυτό; Σε κανέναν άνθρωπο δεν αρέσει να μισεί).

Πατρίδα. Τι σημαίνει για σας;

Το αντίθετο του έθνους. Μία αγκαλιά, μία θαλπωρή. Η γλώσσα, η παιδική ηλικία, η γειτονιά. Πράγματα απτά και ζεστά.

Το έθνος αντίθετα είναι μία ιδέα – μία αφηρημένη κατασκευή. Όποιος αγαπάει την πατρίδα του αγαπάει και τις πατρίδες των άλλων. Ο εθνικιστής όμως τις απεχθάνεται και τις υποβιβάζει. Συνήθως, ο εθνικισμός είναι και ρατσισμός.

Συνήθως; Άρα δεν είναι πάντα;

Όχι αναγκαστικά. Εξαρτάται από την φανατίλα…

Τελικά είμαστε ή όχι ανώτερο έθνος οι Έλληνες;

Ανώτερο από ποιους; Τους Γάλλους, τους Σουηδούς, ή τους Αφγανούς; Και με τι μέτρα; Οι διακρίσεις αυτές δεν είναι μόνον ρατσιστικές – είναι κυρίως ανόητες.

Κι αυτό που απεύθυνε ο Κραουνάκης στην Μέρκελ «Μας χρωστάτε, μωρή μουλαροζαργάνα, δεν χρωστάμε. Αν δεν ήταν οι Έλληνες, Μερκέλα μου, θα’σουν…καπάκι μπίρας». Πως σας ακούγεται;

Απλώς χυδαίο.

Τι σχέση έχουμε με τους προγόνους μας – γενεαλογικές ή μη… Τι μας ενώνει με το ένδοξο παρελθόν;

Δύο χιλιάδες χρόνια πριν, βιολογικοί πρόγονοί μας είναι όλοι οι λαοί της περιοχής. Εκτός από ιστορικά αστήρικτη αυτή η φαντασίωση της συνέχειας είναι και ανόητη. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι είμαστε απευθείας απόγονοι του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη; Τι κερδίζουμε από αυτό; Η αξία δεν κληρονομιέται. Ο γιός του νομπελίστα δεν κληρονομάει και το Νόμπελ.

Μου είναι απολύτως αδιάφορο το από πού καταγόμαστε. Το τι είμαστε ΤΩΡΑ αυτό μόνο μετράει.

«Ζητάνε από το παρελθόν να τους δώσει μέλλον» γράψατε πρόσφατα. Και γιατί είναι κακό αυτό; Κι ο Περικλής στο Επιτάφιο μιλά για το παρελθόν πρώτα…

Ναι, αλλά ο Περικλής είχε και παρόν. Και τι παρόν!

Και στο δικό μας παρόν δεν έχουμε τίποτα για το οποίο να περηφανευόμαστε;

Ελάχιστα πράγματα. Πού, όσοι τα πέτυχαν, χρειάστηκε να αναγνωριστούν πρώτα στο εξωτερικό και μετά να «εισαχθούν» στην Ελλάδα. Όπως ο Καζαντζάκης, ο Μητρόπουλος, η Κάλας, ο Σεφέρης κλπ.

Έχουμε εθνικές αγκυλώσεις ως λαός; Όπως;

Όλη αυτή η παρελθοντολαγνεία είναι βαρίδι ασήκωτο. Μας βουλιάζει. Και να πει κανείς ότι τουλάχιστον αξιοποιούμε τους αρχαίους; Μας είναι ολότελα άγνωστοι!

Φοβίες; Και γιατί είναι φοβισμένος λαός οι Έλληνες;

Γιατί όλες οι εξουσίες προσπαθούν να μας πείσουν ότι κινδυνεύουμε για να μας σώσουν. Έτσι λοιπόν μας έκαναν φοβικούς. Η εκκλησία μας φοβάται τη Δύση, οι πολιτικοί μας πότε τον «κίνδυνο από τον Βορρά» μετά «από την Ανατολή».

Εχθρούς δεν έχουμε;

Τους εχθρούς τους κατασκευάζουμε εμείς. (Υπάρχει ένα ωραίο βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο: «Κατασκευάζοντας τον εχθρό»).

Να σας πω κάτι που μου είπε ένας Τούρκος ιστορικός: «Μας κατηγορείτε ως επιθετικούς. Αλλά η τελευταία φορά που σας επιτεθήκαμε εμείς ήταν το 1453. Εσείς μας επιτεθήκατε το 1821, το 1897, το 1912, το 1922. Ακόμα και το 1974 στην Κύπρο, εσείς κάνατε την αρχή».

Δεν λέω πως έχει δίκιο – αλλά με έβαλε σε σκέψεις για το πώς διαμορφώνουμε την εικόνα του «άλλου».

Υπεραπλουστευτικός ο Τούρκος ιστορικός, αλλά με διευκολύνει που λέτε ότι «δεν λέω πως έχει δίκιο» γιατί θα μπαίναμε σε μια ατέρμονη συζήτηση. Και για το 1821 και για το 1974 και για άλλα… Αλλά και πάλι, πως γίνεται να λέμε πως δεν έχουμε εχθρούς; Η Τουρκία δεν είναι εχθρός; Διεκδικούμε εμείς κάτι από την Τουρκία; Επίσημα; Η Τουρκία διεκδικεί και από την Ελλάδα και από την Κύπρο. Δεν σέβεται ψηφίσματα, αποφάσεις, συμφωνίες, προκαλεί…  Άρα;

 

Το τι ψηφίσματα ΔΕΝ έχουμε σεβαστεί εμείς (η Ελληνική πλευρά) δεν το μαθαίνουμε ποτέ. Το πόσα από τα αποκαλούμενα «εθνικά δίκαια» είναι άδικα για άλλους, επίσης. Αυτή η συζήτηση θα χρειαζόταν πολλές σελίδες…

Οι μεγάλες δυνάμεις έχουν εχθρούς; Είναι υπαρκτοί ή κατασκευασμένοι;

 

Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε μεγάλες και μη δυνάμεις. Όλες κατασκευάζουν ή ενισχύουν «εχθρούς». Π. χ. ο Μπους κατασκεύασε τον Σαντάμ.

 

Σε τι βοηθούν οι φοβίες και οι κατασκευές εχθρών;

Στην παγίωση των εσωτερικών εξουσιών. Στην απόσειση των ευθυνών (Θεωρίες συνομωσίας).

Οι «εθνικοί μύθοι» δεν έχουν κι αυτοί τη χρησιμότητά τους;

Σπάνια. Γενικά η ζημιά που κάνουν είναι μεγαλύτερη από την αμφίβολη χρησιμότητά τους.

Σ’ ότι αφορά στην Ελλάδα αυτοί οι «μύθοι» είχαν μια χρησιμότητα στο να αποκτήσει εθνική συνείδηση ως ανομοιογενής εθνικά πληθυσμός της χώρας;

Ναι, στον 19ο αιώνα μπορεί να ήταν χρήσιμοι. Αλλά σήμερα είναι βάρος.

Με το ρητό του Σολωμού, το «έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές», τι σχέση έχουμε;

Το διδάσκουμε στο σχολείο αλλά ουδέποτε το εφαρμόζουμε. Μάλιστα θα έλεγα ότι προσπαθούμε να κάνουμε το αντίθετο. Να θεωρούμε αληθές ό,τι μας βολεύει εθνικά.

Ωστόσο, όταν κρίνουμε κάποια περιστατικά και συμπεριφορές (για παράδειγμα το 1821, αλλά γενικότερα) δεν οφείλουμε να το κάνουμε μέσα στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο έζησαν εκείνοι; Δηλαδή σε τι ωφελεί να επισημαίνουμε ότι έκαναν και οι Έλληνες θηριωδίες το 1821, τη στιγμή που αποτίναζαν για παράδειγμα 400 χρόνων σκλαβιά;

Γιατί, όπως είπε ο Σολωμός, πρέπει  να γνωρίζουμε το αληθές για να έχουμε μία σωστή γνώση της ιστορίας. Αλλιώς εμφανιζόμαστε συνεχώς αθώοι, άσπιλοι και αδικημένοι.

Αλήθεια, το «Δεν ξεχνώ» σας λέει κάτι στις μέρες μας;

Από εσάς εξαρτάται…

Τι εννοείτε;

Το σύνθημα γράφτηκε για την Κύπρο, άρα…

Ανησυχείτε για τα εθνικά θέματα; Την κατάληξή τους; Ας πούμε για τα Σκόπια, για το Κυπριακό…

Θεωρώ πιο σημαντικά και πιο εθνικά άλλα θέματα (π.χ. την υστέρηση της παιδείας μας) από το όνομα των Σκοπίων. Όσο για το Κυπριακό με απογοήτευσε πολύ η απόρριψη του σχεδίου Ανάν.

Ναι, αλλά κάποιοι λένε πως τώρα, με τα νέα δεδομένα, μπορεί να είναι πιο κατάλληλη στιγμή, πιο ευνοϊκές για μας οι συνθήκες. Ή δεν το βλέπετε έτσι;

Δεν είμαι ειδικός για να αποφανθώ. Πάντως την απόρριψη (για λόγους …συναισθηματικούς) την είδα σαν χαμένη ευκαιρία

Πείτε μου κάτι άλλο, κάποτε στην Ελλάδα υπήρξαν αυτό που λέμε «μεγάλοι Έλληνες». Ποιους 3 κορυφαίους θα ξεχωρίζατε εσείς;

Για μένα μεγάλοι δεν είναι ούτε οι στρατηλάτες ούτε οι πολιτικοί – αλλά οι δημιουργοί. Αν πρέπει όμως να ξεχωρίσω πολιτικούς θα διάλεγα τον Καποδίστρια, τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο (Ελευθέριο).

Σήμερα υπάρχουν «Μεγάλοι Έλληνες»;

Αυτό θα το ξέρουμε σε μερικές δεκαετίες.

ΕΠΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Εσείς φοβίες δεν έχετε;

Άφθονες.

Για παράδειγμα;

Ανασφάλειες;

Πολλές.

Όπως;

Εμμονές;

Λιγότερες

Πείτε μου μία…

Επιρρεπής σε κάτι είστε;

Στο άγχος

Με την ιδέα του θανάτου πως τα πάτε;

Χάλια!

Για ποιο βιβλίο σας αισθάνεστε περισσότερο υπερήφανος;

Για το «Βιβλίο των Γάτων». Υπάρχει ολόκληρο στον δικτυακό μου τόπο: www.ndimou.gr.

«Η Δυστυχία του να είσαι Έλληνας», σας καταδιώκει;

Αλίμονο, ναι… Ιδιαίτερα όμως με καταδιώκουν αυτοί που έχουν διαβάσει μόνο τον τίτλο.

Πως θα θέλατε να σας θυμούνται;

Με τρυφερότητα.

Ανεκπλήρωτες επιθυμίες έχετε;

Πολλές. Π. χ.: άλλα 200 χρόνια ζωής;

Με το θεό είχατε παρτίδες;

Όπως έγραψα στο Twitter: Έχω κάνει πολλές αναπάντητες…

Καταχρήσεις κάνατε;

Σε ηρεμιστικά… απαραίτητα για την επιβίωση.

Ρατσιστής υπήρξατε ποτέ στη ζωή σας;

Ελπίζω, όχι.

Ο καλύτερος σας φίλος ποιος είναι;

Η γυναίκα μου

Τι αγαπάτε περισσότερο;

Τις γάτες

Τι μπορεί να σας συγκινήσει;

Η καλή μουσική. Με απογειώνει.

Κάνατε τρεις γάμους., Αν μου επιτρέπετε, γιατί χωρίζατε με τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή σας;

Το σωστό ερώτημα θα ήταν «γιατί τις παντρεύτηκα». Ήμασταν πολύ ανώριμοι, τότε στους πρώτους γάμους. Με την τρίτη μου σύζυγο ζήσαμε είκοσι χρόνια μαζί, πριν παντρευτούμε.

Εάν μου επιτρέπετε και πάλι, παιδιά γιατί δεν κάνατε; Δεν θα θέλατε να είχατε;

Κανείς μας δεν επέμεινε.

Δεν θα θέλατε να είχατε κάνει;

Τι νόημα έχει τώρα; Μερικές στιγμές, ναι. Άλλες όμως λέμε: ευτυχώς που δεν κάναμε!

Να κάνω ρωτήσω κάτι, χωρίς να θέλω να γίνω μακάβριος ή να προκαλέσω; Γράφει στο οπισθόφυλλο ενός βιβλίου σας, «τι μένει από έναν χρονογράφο σαν πεθάνει;» - τι μένει;

Προσωπικά ποτέ δεν με απασχόλησε η υστεροφημία. Ό,τι ζήσω. Αυτά που δεν θα ζήσω, δεν με ενδιαφέρουν.

Και τι θα θέλατε να γραφτεί στην επιτύμβια πλάκα σας;

Μου έχουν ξανακάνει αυτή την ερώτηση. Θα δώσω την ίδια απάντηση: « Δεν ντρέπεστε να είστε ζωντανοί κι εγώ να μην υπάρχω;»