Η κυρία Μαρίκα (17.03.11)

Έζησε για να υπηρετεί. Όχι δουλικά και προσκυνημένα. Με αξιοπρέπεια και αυτάρκεια. Να υπηρετεί με αφοσίωση, πίστη, συνέπεια και μέθοδο. Κι όταν έπαψε να υπηρετεί τους εργοδότες της, υπηρέτησε τον άντρα της, τους συγγενείς, τους φίλους, έτσι που όλοι να την θυμούνται με αγάπη και ευγνωμοσύνη. Σε όλη της την ζωή μόνο τον εαυτό της δεν υπηρέτησε. Ζήτημα αν τον σκέφθηκε ποτέ.

Υπήρξε αυτό που λέγαμε παλιά: «υπηρέτρια» - και τώρα, πολιτικά ορθότερα, αποκαλούμε: «οικιακή βοηθό». Λες και η λέξη υπηρετώ είναι ατιμωτική.  (Η δούλα, το δουλικό έχει μέσα την δουλεία – αλλά η υπηρεσία, όχι. Άλλωστε υπηρεσίες παρέχουν οι περισσότεροι πτυχιούχοι ελεύθεροι επαγγελματίες γύρω μας).

Ξεκίνησε να εργάζεται στα 13 της χρόνια. Κόρη πάμπτωχης οικογένειας, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να πάει ψυχοκόρη, όπως ευφημιστικά το έλεγαν τότε. Στην αρχή άλλαξε πολλά σπίτια. Σχολείο δεν πήγε, γράμματα δεν έμαθε. Αν είχε μάθει θα μπορούσε να έχει αξιοποιήσει τα έμφυτα προσόντα της με τελείως άλλο τρόπο. Από ιδιαιτέρα γραμματεύς ως διευθύντρια μεγάλης εταιρίας.

Διότι ο τρόπος με τον οποίο οργάνωνε την δουλειά της, η μεθοδικότητα με την οποία εργαζόταν, η απόλυτη αποτελεσματικότητα της, ήταν εντυπωσιακές. Είκοσι έξη χρόνια, από το 1971 ως το 1997, κράτησε το σπίτι μου και μία φορά δεν έκανε λάθος. Ούτε στις απλές καθημερινές δουλειές ούτε στις δεξιώσεις και τα γεύματα για μεγαλόσχημους (τον καιρό που ήμουν επιχειρηματίας) που τα έστηνε από το μενού και την μαγειρική ως το τέλειο σερβίρισμα. «Πού τον βρήκες αυτό το θησαυρό;» μου έλεγε με ζήλια μία διάσημη γόνος εφοπλιστών.

Θυμόμουν την Φελισιτέ, την ηρωίδα του Φλομπέρ (από το διήγημα: «Μία απλή καρδιά»):

«Επί μισόν αιώνα, οι αστές του Πον λ’ Εβέκ, φθονούσαν την κυρία Ωμπαίν, για την υπηρέτριά της, την Φελισιτέ». Με αυτά τα λόγια αρχίζει το κείμενο.

Μία απλή καρδιά ήταν και η κυρία Μαρίκα – και μία μεγάλη καρδιά. Προχθές, στην κηδεία της, αυτής που πέθανε άτεκνη, φάνηκε πως υπήρξε μητέρα πολλών. Μαζεύτηκαν δεκάδες άνθρωποι που κάποια στιγμή τους υπηρέτησε, τους βοήθησε. Όλοι έκλαιγαν ένα δικό τους άνθρωπο. Και η λέξη «υπηρέτρια» πήρε άλλη λάμψη και νόημα.