Επιστροφή


Περπατάω στην Schelling Strasse.
Επτά του Σεπτέμβρη 2004.
Ακριβώς πενήντα χρόνια μετά.

Τίποτα δεν έχει αλλάξει εδώ γύρω.
Μόνον εγώ.

Εδώ, στην Pension Frank
πέρασα την πρώτη μου νύχτα στο Μόναχο
άγρυπνος από την αγωνία:
άγνωστος τόπος, δύσκολη γλώσσα, φιλόδοξοι στόχοι
(βουνό μου φαινόταν μες στο σκοτάδι η φιλοσοφία).

Αγωνία και άγχος: τι θα γίνω; Τι θα γίνω;

Τώρα ξέρω την απάντηση.
Έγινα ένας γέρος που νοσταλγεί τα νιάτα του.

Ακόμα και την αγωνία τους.
Έκρυβε τόσες δυνατότητες.

Τώρα εξαντλήθηκαν όλες.

                    *


Η τελευταία μέρα


Ετοίμασε το πρωινό του
όπως κάθε πρωί.

Καμία υπόνοια.

Άνοιξε την εφημερίδα και
- όπως κάθε πρωί -
διάβασε τις κηδείες.

Την άλλη μέρα θα διάβαζαν
την δική του.

                    *


Νοσταλγία Πίστης


Θα ήθελα να υπήρχε η Παναγία.
Γλυκοφιλούσα, σπλαχνική, Μεγαλόχαρη.
Τρυφερή και στοργική σαν την μάνα μου.
Να της έλεγα τον πόνο και την πίκρα.
Βάλσαμο.

Θα’ θελα να υπήρχε ο Ιησούς.
Ο Αμνός, ο Μεσσίας, ο Παράκλητος,
απλώνοντας το χέρι του να με λυτρώσει απ’ τις οδύνες
μιας παράλογης Δημιουργίας.

Θα’ θελα να είχα την αίσθηση της αμαρτίας,
να βουτήξω στην μετάνοια σαν Μαγδαληνή.
Σφάλματα διέπραξα πολλά.
Αμαρτία όμως;

Θα ήθελα να πίστευα στην Μέλλουσα Ζωή
για να μην τρέμω τον θάνατο.
Κι ακόμα να προσδοκώ μία Δεύτερη Παρουσία.

Ίσως αυτή με έπειθε για την Πρώτη.

                      *


Ένας γέροντας στην ακροθαλασσιά

(γράμμα στον Γιώργο Σεφέρη)


Το αντίτυπο από τα Ποιήματα 1924 – 1946
Γράφει στο εσώφυλλο «Ν. Γ. Δήμος, Φλεβάρης 1952».
Ούτε δέκα επτά.
(Έγραφα, τότε, Φλεβάρης.
Σήμερα: Φεβρουάριος).

Έφηβος, δεν βούλιαξα με την «Κίχλη».
Με μεθούσε ο «Ερωτικός Λόγος».
Τον τραγουδούσα – τον χόρευα.

Μου άρεσαν και άλλα ποιήματα, όπως «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά».
Δεν θέλω τίποτα άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη
- έτσι ήθελα να μιλώ στα ποιήματα μου.

Τώρα είμαι εγώ ο γέροντας.
Ποτάμια δεν έχουμε στην Αττική, τα χτίσαμε.
Κάθομαι σε ένα βράχο, κοιτώντας μία βρώμικη παραλία.

Ένας γέροντας στην ακροθαλασσιά
(πότε πέρασαν πενήντα δύο χρόνια!)
θυμάται άλλους στίχους:
πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη
και βούλιαξε μέσα στην άμμο.