Περνάει η μουσική (Από το Παρόλα Αυτά)

Η ΜΠΑΝΤΑ ξεκίνησε. Άκου!

Ξεχωρίζεις πρώτα τους ακραίους ήχους - πίφερα και γκρανκάσα. Τριλλίτ-τριλλίτ κελαηδάνε τα πίφερα. Ουγκ-ουγκ χτυπάει η γκρανκάσα.

Η μπάντα πλησιάζει. Σε στενούς δρόμους ελίσσεται τώρα η μελωδία.

Α! σας χαρίζω όλες τις συμφωνικές σας ορχήστρες - με τα βιολιά και τα κοντραμπάσα. Οι ορχήστρες δεν περπατούν. Δεν περνάνε κάτω από τα παράθυρά σου.

Και τίποτα δεν είναι πιο τρυφερό από ένα χαμηλόφωνο λυρικό χάλκινο.

Η μπάντα περνάει. Κάτω από δεντροστοιχίες. Μέσα από πλατείες. Σε ανθισμένα πάρκα. Σε μεγάλες λεωφόρους.

Και γύρω κόσμος και πίσω παιδιά, πολλά παιδιά. Κι ένας αέρας γιορτής και χαράς και σχόλης.

Τριλλίτ - τριλλίτ πάνε τα πίφερα. Ουγκ - ουγκ βροντάει η γκρανκάσα.

Με μια μπάντα να παίζει, πηγαίνουν στον πόλεμο. Με μια μπάντα γιορτάζουν τη νίκη ή θρηνούνε το θάνατο. Τα πιο πένθιμα εμβατήρια και τους πιο χαρούμενους χορούς, τα χάλκινα τους παίζουν.

Με μια μπάντα πίνουν την μπύρα. Με μια μπάντα χορεύουν το βαλς και την πόλκα. Και η τζαζ από μια περιπατητική μπάντα ξεκίνησε.

Η μπάντα περνάει. Δεν ακούς μόνο, βλέπεις! Λάμψεις μελένιες από τα χάλκινα, λάμψεις ασημένιες από τα κλαρινέτα και το ψηλό γκλόκενσπηλ. Κόκκινες οι στολές, χρυσά τα γαλόνια, άσπρα τα λοφία. Ανοίγουν και κλείνουν όλα μαζί τα τρομπόνια και η τούμπα θεμελιώνει τη μελωδία με τα βαριά της πατήματα.

Είναι η μουσική των ανοιχτών χώρων και της ανοιχτής καρδιάς. Είναι η μουσική που σε κάνει ή να γελάς ή να κλαις. Είτε που εγκαρδιώνεσαι ρυθμικά με το νεύρο της ή που λιώνεις απαλά με τη μελωδία της.

Όποιος δεν έχει ακούσει ιταλική μπάντα να παίζει Τραβιάτα σε ανοιξιάτικο κήπο, δεν έχει κλάψει ποτέ από μουσικό έρωτα. Όποιος δεν έχει ακούσει γερμανική μπάντα να παίζει τη Δόξα της Πρωσσίας, δεν έχει ποτέ περπατήσει χαρούμενος προς το θάνατο. Όποιος δεν έχει ακούσει - τριπλή - αμερικάνικη μπάντα να παιανίζει τα μαρς του Σούσα, δεν έχει νιώσει πόσο εφηβικά νέα ήταν η Αμερική του 1890. Όποιος δεν έχει ακούσει τον Αμλέτο στη Σπιανάδα δεν έχει ακούσει τίποτα!

Ναι, ξέρω, τα πνευστά είναι του πολέμου - αλλά και του χορού. Είναι της μάχης - αλλά και της έκστασης. Σάλπιγγα κι όχι βιολί θα σημάνει τη Δευτέρα Παρουσία.

Η μπάντα περνάει. Και χωρίς να το θέλεις σηκώνεσαι, περπατάς. Θα την ακολουθούσες ως το τέλος του κόσμου. Τέτοιο μαγνητισμό έχουν τα μέταλλά της!

Σέβομαι τα έγχορδα, αγαπώ το πιάνο. Μα τα πνευστά τα ζωντανεύει η ίδια η αναπνοή του ανθρώπου - η ανάσα του, η ψυχή του. Και τα κρουστά είναι ανθρώπινος σφυγμός.

Η μπάντα περνάει. Τρομπέτες, τύμπανα, τρομπόνια και πίφερα. Κυλάει σαν ποτάμι, σαν ζωή. Στους δρόμους ο ήχος της αντανακλάει σε σπίτια και ανθρώπους. Κοπέλες κρέμονται στα μπαλκόνια να δούνε τους λεβέντες, γερόντοι θυμούνται τα νιάτα τους, οι νέοι μετράνε την αντρειά τους. Α! ποια ορχήστρα αξιώθηκε τέτοια δόξα; Ποια ορχήστρα, θαμμένη σε μια σκοτεινή βελούδινη αίθουσα, με εκατό ή και χίλιους ακροατές, δεν θα ζήλευε τα χαρούμενα πλήθη, τον καθαρό αέρα και τον αρραβώνα της μπάντας με το λαό;

Ως και οι κλασικοί συνθέτες τη ζήλεψαν. Ο Χάυντν έβαλε το πέρασμά της στην πιο ωραία του συμφωνία. Ο Μπετόβεν έγραψε μουσική γι' αυτήν. Και στην πιο δυνατή παραλλαγή της Ενάτης, μεταμορφώνει την ορχήστρα του σε μπάντα.

Ωστόσο, εκείνη δεν παίρνει από τους μεγαλοφυείς τη σημασία της. Ξέρει να αντλεί τη δύναμή της από την απλή μουσική του λαού. Αυτή που περιφρονούν οι διανοούμενοι - αυτή που αγαπάει ο κοσμάκης. Παίζει σε τρία τέταρτα και σε τέσσερα τέταρτα. Παίζει στο τσίρκο και στο πανηγύρι, στην παρέλαση και στις γιορτές. Έχει δύναμη, ποίηση, μα και χιούμορ!

(Αλήθεια, πώς θα ήταν ένα τσίρκο με ορχήστρα εγχόρδων;)

Η μπάντα σταμάτησε. Ο μαέστρος (τα πιο πολλά χρυσά, το πιο ψηλό λοφίο) γυρίζει και κοιτάζει τους μουσικούς.

Τώρα ξέρουν όλοι πως η μπάντα θα παίξει το πιο ωραίο της κομμάτι. Κι αλήθεια (πόσο δύσκολη είναι η τέχνη του πνευστού), τώρα τα τρομπόνια ακούγονται πιο απαλά και από βιολοντσέλα. Και οι σάλπιγγες σαν χαμηλές φωνές ανθρώπων.

Αλλά από το βάθος, βροντή πλησιάζει ο ρόλος του τύμπανου και η τούμπα φέρνει κραδασμούς υποχθόνιους.

Και ξαφνικά οι σάλπιγγες τρυπάνε τον ουρανό και η γκρανκάσα γκρεμίζει και ξαναχτίζει τον κόσμο.

Η μπάντα τώρα μιλάει με το θεό - και ο λαός αφουγκράζεται.

Αλλά πάλι ξαναγυρίζει η μελωδία και μαλακώνει τον πόνο της ζωής.

Και είναι απόγευμα λαμπρό - ήλιος, γιορτινή πλατεία, δέντρα πολύχρωμα σαν πάρκο του Ρενουάρ και η μπάντα παίζει με μια γλύκα που δεν αντέχεται.

Κι όταν θα τελειώσει, θα γυρίσει πίσω σκορπίζοντας μουσική σ' όλη την πόλη.

Α, πως αγαπάω τα θεόπνευστα χάλκινα που περπατάνε και χορεύουν! Α, τι νοσταλγία που έχει ο απόηχος της μπάντας μέσα στους δρόμους!...

Η μπάντα χάνεται. Ακούς τώρα μόνο τους ακραίους ήχους. Τριλλίτ - τριλλίτ τα πίφερα. Ουγκ - ουγκ η γκρανκάσα.