(Καταληκτική ομιλία σε συνέδριο τραπεζιτών).

Στο πρόγραμμα, πάνω από την ομιλία μου υπάρχει ο τίτλος «Συμπεράσματα».

 

Πρόκειται για αστείο.

 

Πώς θα μπορούσε ένας άσχετος από οικονομικά να συμπεράνει – την στιγμή που οι ίδιοι οι οικονομολόγοι τρομάζουν μπροστά στην λέξη;

 

Όχι – ο ρόλος μου είναι να κλείσω το συνέδριο σε μία διαφορετική νότα. Αυτό μου ζητήθηκε.

 

Επειδή λοιπόν από παιδί είμαι «πνεύμα αντιλογίας» (έτσι με φώναζε η μητέρα μου), σκέφθηκα να πλέξω το εγκώμιο του τραπεζίτη.

 

Σε μία εποχή που δεν ακούγεται ούτε ένας καλός λόγος για τους τραπεζίτες, είπα να κολυμπήσω κόντρα στο ρεύμα.

 

Αυτό άλλωστε είναι κατά τη γνώμη μου το πρώτο καθήκον του διανοούμενου – να υπερασπίζεται την altera pars.

 

Τα εγκώμια σαν είδος λόγου έχουν μία αρχαία παράδοση. Στην αρχή ήταν πραγματικοί έπαινοι. Μέχρι που έγιναν αντίστροφα ρητορικά γυμνάσματα.

 

Πριν από 33 χρόνια είχα γράψει το πρώτο μου εγκώμιο. Το κείμενο άρχιζε ως εξής:

 

«Σε χρόνια περασμένα, όταν ένας ρήτορας ήθελε να δώσει το μέτρο της ρητορικής του δεινότητας, διάλεγε το πιο ασήμαντο, το πιο ανάξιο θέμα και το στόλιζε με τον πιο πλούσιο, τον πιο γλαφυρό έπαινο. Όσο πιο ταπεινό το θέμα, και πιο πειστικό το εγκώμιο, τόσο μεγαλύτερη η δόξα του ρήτορα. Έτσι έγραψε ο γλυκύς Λουκιανός το Εγκώμιο της Μύγας, ο νεοπλατωνικός επίσκοπος Συνέσιος το Εγκώμιο της Φαλάκρας, ο Ρωμαίος Φαβορίνος το Εγκώμιο του Θερσίτη και του Τεταρταίου Πυρετού. Ο Βυζαντινός Μιχαήλ Ψελλός έγραψε εγκώμια για τον ψύλλο, την ψείρα και τον κοριό. Ο Έρασμος το αθάνατο Μωρίας Εγκώμιον και ο Βολταίρος το Εγκώμιο της Υποκρισίας. Πολλά άλλα μικρά και ανάξια επαινέθηκαν: ο γάιδαρος, οι αρουραίοι, η λάσπη, ο διάβολος. []

 

Ψάχνοντας κι εγώ να βρω θέμα ποταπό και όλως διόλου ανάξιο να επαινεθεί -έτσι, για να ακονίσω τις ρητορικές και διαλεκτικές μου ικανότητες- σκόνταψα στον καπιταλισμό. Πραγματικά, σκέφθηκα, πιο περιφρονημένο και κατάπτυστο θέμα δεν υπάρχει σήμερα στον κόσμο. Κανένας δεν λέει καλό λόγο γι' αυτό. Ακόμη κι αυτοί που τον εφαρμόζουν, τον μασκαρεύουνε κάπως -που να μη μοιάζει- και φυσικά ποτέ δεν λένε τ' όνομά του».

 

Έγραψα λοιπόν το 1977 το «Καπιταλισμού Εγκώμιον» ένα κείμενο που ανατυπώθηκε πολλές φορές, διαβάστηκε πολύ – αλλά μέχρι σήμερα κανείς δεν είναι σίγουρος για το τι λέει. Άλλοι θεώρησαν ότι ήταν σατιρικό, άρα εναντίον του καπιταλισμού, κι άλλοι βρήκαν ότι με το παιγνιώδες ύφος του έλεγε σημαντικές αλήθειες, κι άρα τελικά ήταν υπέρ. Η Αριστερά το απέρριψε, εκτός από την Ανανεωτική που το υποδέχθηκε με καχυποψία και αμηχανία. Στις εκλογές του 1977 η Νέα Δημοκρατία μου ζήτησε την άδεια να το ανατυπώσει σε πολλές χιλιάδες αντίτυπα (μαζί με ένα άλλο μου κείμενο) και να το μοιράσει στον κόσμο. Πράγμα που έγινε, αφού σιγουρεύτηκα ότι δεν θα άλλαζε ούτε ένα κόμμα. Δεν μπορώ να ξέρω τι επίδραση είχε στους ψηφοφόρους. Πάντως τα ποσοστά της παράταξης έπεσαν.

 

Όταν σήμερα με ρωτάνε για το «Καπιταλισμού Εγκώμιον», αν είναι υπέρ ή κατά, τους απαντάω: «Διαβάστε το και βγάλτε το δικό σας συμπέρασμα». Όπως λέει και η Νέα Κριτική, το κείμενο το φτιάχνει ο αναγνώστης.

 

Τριάντα τρία χρόνια πέρασαν και μυαλό δεν έβαλα. Έτσι, μια και με κάλεσαν να μιλήσω σε συνέδριο τραπεζιτών, σκέφθηκα να γράψω το εγκώμιο του τραπεζίτη. Θέμα πολύ πιο δύσκολο από το προηγούμενο, γιατί αν έχουν γραφτεί και πέντε καλά λόγια για τον καπιταλισμό, για τους τραπεζίτες και τις τράπεζες δεν έχει ειπωθεί καλή κουβέντα – παρά μόνο στις διαφημίσεις τους.

 

Σκέφθηκα πως αυτό είναι συνέπεια της οικονομικής κρίσης και πως αν πάω πίσω στον χρόνο θα βρω στοιχεία που να θεμελιώνουν ένα εγκώμιο. Μάταια. Ούτε για τους Fugger, Bardi, Perruzzi, Medici, Rothschild, δεν συνάντησα καλά λόγια εκτός από κάτι φτηνές κολακείες από ανθρώπους με απλωμένο χέρι. Οι Μέδικοι κάπως σώζονται ως χορηγοί και Μαικήνες – αλλά ως τραπεζίτες... χαμός.

 

Τα λεξικά των τσιτάτων στα λήμματα τράπεζα και τραπεζίτης είναι γεμάτα από ειρωνικά, σαρκαστικά μέχρι και εμπρηστικά αποσπάσματα συγγραφέων – δεν βρήκα ούτε ένα ουδέτερο. (Για θετικό δεν συζητάω).

 

Άρχισα να πιστεύω πως το εγχείρημά μου είναι αδύνατο και θα έπρεπε να βρω άλλο θέμα για την καταληκτική ομιλία μου.

 

Με έσωσαν – για μία ακόμα φορά – οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Ναι, κυρίες και κύριοι, χρειάστηκε να πάω δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω για να συναντήσω τον καλό τον λόγο για ένα τραπεζίτη.

 

Προφανώς θα σας είναι γνωστό ότι η ανθρωπότητα εκτός από την φιλοσοφία, την τραγωδία, την δημοκρατία και άλλα σημαντικά, χρωστάει στην Αρχαία Ελλάδα και την επινόηση της τράπεζας. Είναι δε από τις λίγες δουλειές που δεν άλλαξαν όνομα από τότε. Τραπεζίται ονομάζονταν οι ασχολούμενοι με τα χρηματοπιστωτικά και στους κλασικούς χρόνους. Γιατί ξεκίνησαν έχοντας μπροστά τους ένα τραπέζι με απλωμένα τα νομίσματα – όπως ακριβώς και σήμερα οι σαράφηδες στην αγορά.

 

Βέβαια και πριν από τους Αρχαίους Έλληνες υπήρξαν πρωτόγονες μορφές αποταμίευσης, αποθήκευσης και κατάθεσης αγαθών, στην Ανατολή – κυρίως στη Μεσοποταμία από όπου και έχουν διασωθεί πολλά σχετικά πινάκια. Οι διεργασίες αυτές γίνονταν συνήθως στους ναούς. Πρώτοι πρόγονοι των μπανκιέρηδων ήταν οι ιερείς. Αποθήκευαν για λογαριασμό των πολιτών τρόφιμα, πρώτες ύλες, πολύτιμα μέταλλα.

 

Αλλά για να γίνει το επόμενο βήμα προς τη τράπεζα, χρειαζόταν μία ανακάλυψη που έγινε στην Ελληνική Ιωνία: το νόμισμα. Κάποιος ταμίας που βαρέθηκε να ζυγίζει επί τόπου εκατοντάδες κομματάκια πολύτιμου μετάλλου για να πληρώνει τους μισθοφόρους του Κροίσου, σκέφθηκε να τα προετοιμάσει ζυγίζοντας και σφραγίζοντάς τα.

 

Από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν τα νομίσματα ο χειρισμός των αξιών ήταν απλούστατος. Μαζί τους γεννήθηκε κι ένα νέο επάγγελμα: του ανταλλάκτη – του σαράφη. Φοβερή δουλειά. Μόνο στην Ελλάδα υπήρχαν 265 πόλεις. Στην ακμή της μετράμε 2750 τύπους νομισμάτων. Να τα ξέρεις όλα, τους τύπους και την αξία τους, να ξεχωρίζεις τα γνήσια από τα κίβδηλα, να αξιολογείς τα φθαρμένα και να κάνεις τις ανταλλαγές (κρατώντας και την προμήθειά σου) ήταν πολύ πιο σύνθετη εργασία από το σημερινό «CHANGE» ανταλλακτήριο, που απλώς ακολουθεί το δελτίο τιμών συναλλάγματος το οποίο καθημερινά εκδίδει η Κεντρική Τράπεζα. Μία επίσκεψη στο ωραιότερο μικρό μουσείο της Ελλάδος, το «Νομισματικό», στο μέγαρο Σλήμαν, θα σας δώσει μία ιδέα από τον πλούτο και την ποικιλία των αρχαίων νομισμάτων.

 

Δεν θα ασχοληθώ εδώ με την γένεση του τραπεζικού επαγγέλματος στην Αρχαία Ελλάδα. Σε λίγους αιώνες ανακάλυψε σχεδόν όλες τις υπηρεσίες και τα προϊόντα που πουλάνε σήμερα οι τράπεζες. Μέχρι και επιταγές σώθηκαν σε ελληνιστικούς παπύρους!

 

Θέλω να κάνω το εγκώμιο του πρώτου τραπεζίτη για τον οποίο έχουμε πολλές και έγκυρες πληροφορίες. Κατάφερε το ακατόρθωτο. Ξεκίνησε ως δούλος, έγινε απελεύθερος, μετά μέτοικος και τελικά Αθηναίος πολίτης και μάλιστα επιφανής. Χρημάτισε τριήραρχος  και δωρητής της Αθηναίων Πολιτείας. Το όνομά του θα συναντήσετε συχνά σε κείμενα του Δημοσθένη, του Ισοκράτη, του Λουκιανού και άλλων επιφανών. Ήταν η εποχή του όπως είπε ο Ισοκράτης: «οι τραπεζίτες έχουν τη φήμη πως είναι τίμιοι στο επάγγελμά τους».

 

Ήταν ο τραπεζίτης Πασίων.

 

Πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 430 π. Χ. Ήταν σκλάβος του Αντισθένη και του Αρχέστρατου, όπως μας λέει ο Δημοσθένης. Κάπου στις αρχές του επόμενου αιώνα, γύρω στο 400 τον βρίσκουμε μέτοικο, να κάνει τραπεζικές εργασίες για λογαριασμό του. Αποκτά πανελλήνιο δίκτυο και συναλλάσσεται με γνωστούς κεφαλαιούχους της εποχής μέσα και έξω από την Ελλάδα – όπως ο Τιμόθεος ο Αθηναίος και ο Σωπαίος από τον Πόντο. Έφτιαξε και εργοστάσιο ασπίδων. Οι πληροφορίες λένε ότι υπήρξε ο πλουσιότερος Αθηναίος – ίσως και Έλληνας. Ωστόσο τα χρήματα δεν θα αρκούσαν για να εξαγοράσει την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη, που απονέμονταν σπάνια, σε ελάχιστους. Έγινε κι αυτό, μετά ανέλαβε να εξοπλίσει τριήρη (τριήραρχος) και δώρισε χίλιες μπρούτζινες ασπίδες στην πόλη από το δικό του εργαστήριο.

 

Γράφει ο Δημοσθένης: «Ψηφισαμένου γαρ του δήμου των Αθηναίων Αθηναίον είναι Πασίωνα και εκγόνους τους εκείνου δια τας ευεργεσίας τας εις την πόλιν, ομογνώμων».

 

Ενδιαφέρον είναι πως, όταν γέρασε, νοίκιασε την δουλειά του (leasing ή franchising?) σε ένα δικό του απελεύθερο δούλο, τον Φορμίωνα.  Πέθανε το 370 αφήνοντας πίσω δύο γιους, τον Απολλόδωρο και τον Πασικλή. Με την διαθήκη του υποχρέωσε την σύζυγό του Αρχίππη να παντρευτεί τον Φορμίωνα, ώστε να μείνει η δουλειά στην οικογένεια.

 

Φυσικά όπως για κάθε τραπεζίτη – και για τον Πασίωνα υπήρξαν σκοτεινά σημεία. Στον «Τραπεζιτικό» λόγο, που έγραψε ο Ισοκράτης για λογαριασμό κάποιου πελάτη, κατηγορείται για σφετερισμό ξένων χρημάτων – μία πολύ σκοτεινή και μπερδεμένη υπόθεση, της οποίας την έκβαση δεν γνωρίζουμε.

 

Ωστόσο το ισοζύγιο των γνωμών που αλιεύει κανείς με μία αναζήτηση στο TLG (ThesaurusLinguaeGreca) βγαίνει θετικό.

 

Είναι λοιπόν πρέπον να εγκωμιάσουμε τον Πασίωνα, έναν αρχαίο αυτοδημιούργητο (και τι self made – από σκλάβος!) που είναι ο πρόγονος, ο προπάππους για κάθε τραπεζίτη της οικουμένης.

 

Ιδού το τραπεζίτου εγκώμιον – καθυστερημένο δυόμισι χιλιάδες χρόνια – αλλά πάντα επίκαιρο όσο το δούναι και το λαβείν…