Νίκος Δήμου

Για όλα φταίνε οι Γερμανοί![1]

Εμείς οι Έλληνες οφείλουμε πολλά στους Γερμανούς: Τον πρώτο μας βασιλιά, τους νομικούς μας κώδικες, την νεοκλασική αρχιτεκτονική και πολλές ανασκαφές – με πιο διάσημη αυτή της Ολυμπίας.

(Που δυστυχώς σχεδόν την αφήσαμε να καεί – μαζί με πολύτιμα αρχεία της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής).

Αλλά το σημαντικότερο που οφείλουμε στους Γερμανούς είναι η ταυτότητά μας. (Η τουλάχιστον, ένα μέρος της).

Βλέπετε, στο τέλος του 18ου αιώνα, σε αυτή τη χώρα ζούσε ένα λαός που αυτοαποκαλούνταν «Ρωμιοί». Το Ρωμιοί προέρχεται από το Ρωμαίος (δηλαδή υπήκοος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας)[2]. Οι Οθωμανοί μας ονόμαζαν «Ρουμ». Για χίλια πεντακόσια χρόνια – όσο κράτησε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η Οθωμανική Κατοχή, η λέξη «Έλληνας» ήταν απαγορευμένη – γιατί έτσι αποκαλούσε η Εκκλησία τους μισητούς παλαιούς ειδωλολάτρες.

Ελάχιστοι Έλληνες, βασικά μόνον λόγιοι, γνώριζαν ότι παλιότερα στην ίδια χώρα ζούσε ένας διάσημος λαός. Που βέβαια ήταν άπιστοι και η τότε παντοδύναμη εκκλησία δεν τους ανεχόταν. Είχαν αφήσει πίσω κάτι αγάλματα και ερείπια. (Για τους περισσότερους Ρωμιούς ήταν πολύ χρήσιμα οικοδομικά υλικά για ναούς και μοναστήρια).

Τότε εμφανίστηκε ο Βίνκελμαν.[3]

Αυτός ανακάλυψε τους αρχαίους Έλληνες.

Φυσικά όλοι γνώριζαν ότι είχαν υπάρξει κάποτε. Αλλά σαν λαός – όχι σαν ιδανικό. Ο Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν βρήκε στην αρχαία Ελλάδα την απόλυτη τελειότητα. Γράφει: «Ο μόνος δρόμος για μας να γίνουμε μεγάλοι, ναι, αν είναι δυνατόν, αμίμητοι, είναι να μιμηθούμε τους Αρχαίους»[4]. Ως αρχαίους διευκρινίζει ότι θεωρεί αποκλειστικά τους εκπρόσωπους του Ελληνικού πολιτισμού – πράγμα για την εποχή του επαναστατικό, μια και τότε αναζητούσαν τα πρότυπα στην ρωμαϊκή κουλτούρα.

«Εδώ βλέπει να συγχωνεύονται με μοναδικό τρόπο η φύση και το ιδανικό. Γι αυτόν (τον Βίνκελμαν) η μίμηση των Ελλήνων διαφέρει από την μίμηση της Φύσης στο βαθμό που οι Έλληνες είχαν τελειοποιήσει την Φύση, την είχαν διαμορφώσει όπως η ίδια το απαιτούσε και μάλιστα έτσι που το ιδανικό και οι όμορφες φυσικές ενότητες της φύσης, συγχωνεύονταν και την καθιστούσαν έμψυχη»[5].

Αυτό που εννοούσε ο Β.: Το κάλος της Ελληνικής τέχνης πηγάζει από τον χαρακτήρα και τον τρόπο ζωής τους αρχαίου Έλληνα που έχει εξελίξει το Δυνατό, το Υγιές και το Αγαθό, στην ύψιστη τελειότητα. Έτσι θεμελιώνει ο Β. τον Μύθο του πρότυπου και παραδειγματικού ελληνικού ανθρωπισμού.  

H Ελλάς (Hellas) και οι Έλληνες (Hellenen) ως ιδανικός τύπος (Idealtyp) μόλις γεννήθηκαν. Ο Herder, o Goethe, o Hölderlin, και οι Ρομαντικοί σε όλη την Ευρώπη, σε ολόκληρη την υφήλιο, προπαγανδίζουν αυτόν τον μύθο.

«Ψάχνοντας την χώρα των Ελλήνων με την ψυχή» γράφει ο Γκαίτε στην «Ιφιγένειά» του – και την ψάχνει ήδη όλη η υφήλιος. Ο Edgar Allan Poe στις ΗΠΑ γράφει για την «Δόξα που ήταν η Ελλάς» (The Glory that was Greece)[6]. O Byron πιο φιλέλληνας από όλους γράφει «Όμορφη Ελλάδα! Θλιβερό απομεινάρι της φευγάτης αξίας!»[7]

Και ο Βίκτωρ Ουγκώ δίνει το σύνθημα:

«Στην Ελλάδα! Στην Ελλάδα! Γεια σε όλους! Πρέπει να φύγουμε!» (“En Grèce, en Grèce! Adieu, vous tous! Il faut partir!”)[8].

Έτσι γεννιούνται οι Φιλέλληνες.  Είναι ερωτευμένοι με την Ελλάδα. Όχι με την πραγματική Ελλάδα της εποχής τους, αλλά την ιδανική των ψηλών, ξανθών Ιώνων και Δωριέων (Αρίων;) τους οποίους ονειρεύτηκε ο Βίνκελμαν. Μερικές φορές, όταν αυτοί οι Φιλέλληνες επισκέπτονται την Ελλάδα, απογοητεύονται. (Βύρων: «για τους Έλληνες ένα κοκκίνισμα (ντροπής) – για την Ελλάδα, ένα δάκρυ»)[9].

Αλλά, όταν ξεσπάει η Ελληνική Επανάσταση, γράφουν πολεμικά άσματα (ο Béranger, - Βερανζέρος - ο Hugo, και ο Griechen-Müller που του κόλλησε το παρατσούκλι Έλληνας), ζωγραφίζουν μεγάλους πίνακες (ο Delacroix), κάνουν εράνους, και πολλοί έρχονται στην Ελλάδα να πολεμήσουν.  Μερικοί από αυτούς σκοτώθηκαν εδώ. Σε σημαντικό βαθμό οφείλουμε σε αυτούς τους ανθρώπους την ελευθερία μας.  Επηρέασαν τόσο αποφασιστικά την Κοινή Γνώμη και τις Κυβερνήσεις των κρατών τους, ώστε το 1827 οι ενωμένοι στόλοι Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας να κατανικήσουν, σε μία αποφασιστική ναυμαχία στο Ναβαρίνο, τους Τούρκο-αιγυπτίους.

Δεν ήταν όμως αρκετό να μας ελευθερώσουν. Έπρεπε να μας γνωρίσουν και την κληρονομιά μας. Μαζί με τους Έλληνες λόγιους («σοφολογιότατους») προσπάθησαν να δημιουργήσουν για μας μία νέα ταυτότητα. Οι ταλαίπωροι «Ρωμιοί» έπρεπε ταυτόχρονα να μεταμορφωθούν σε Αρχαίους Έλληνες και Ευρωπαίους.

Ξεχνάμε συχνά ότι οι Αρχαίοι Έλληνες, όπως τους φανταζόμαστε σήμερα, είναι μία επινόηση των γερμανών. Οι γερμανοί φαντάστηκαν την εξιδανικευμένη Αρχαία Ελλάδα και την δώρισαν σε όλο τον κόσμο. Ο Βύρων ήταν θαυμαστής του Γκαίτε και των γερμανών ρομαντικών. Όλοι αυτοί οι γάλλοι, γερμανοί και άγγλοι φιλέλληνες, ήρθαν μετά εδώ και έπεισαν τους ντόπιους ότι ήταν το σπουδαιότερο έθνος στον κόσμο, απόγονοι του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα. Έτσι έγινε το «Εγώ» των Ελλήνων, υπερβολικά μεγάλο για τη χώρα τους.

Το τεράστιο είδωλο μίας εξιδανικευμένης αρχαιότητας μας έκανε υπερήφανους αλλά από την άλλη πλευρά, μας συνέθλιβε. Για 150 χρόνια (1830-1980) χρησιμοποιούσαμε μία τεχνητή εξευγενισμένη αρχαΐζουσα γλώσσα («καθαρεύουσα») αλλά αρχαίοι δεν γίναμε.

Το αποτέλεσμα αυτής της πιεστικής επίδρασης ήταν σύγχυση και διχασμός. Ακόμα έχουμε προβλήματα ταυτότητας. Η σχέση μας με την αρχαιότητα είναι δισήμαντη (υπερηφάνεια και αίσθημα κατωτερότητας) και με την Δύση τουλάχιστον προβληματική.

Η εικόνα μας (“Image“, όπως λέγεται σήμερα) προς τον εξωτερικό κόσμο πάσχει από αυτό τον διχασμό. Όταν μας συγκρίνουν με τους ιδανικούς προγόνους, αυτό γίνεται με τρόπο είτε ειρωνικό είτε σχετλιαστικό. Οι Γερμανοί λόγιοι μας φόρτωσαν βαρύ φορτίο στους ώμους, το οποίο οφείλουμε να κουβαλάμε αιώνια όπως ο Άτλαντας.

Κι όμως είμαστε ένα νέο, καινούργιο έθνος, που ακόμα ψάχνει τον δρόμο του και προσπαθεί να σφυρηλατήσει μία νέα ταυτότητα.

Και αν συναντήσετε πάλι σε καμία δημοσκόπηση την άποψη ότι οι Έλληνες θεωρούν τον εαυτό τους περιούσιο λαό (και γι αυτό παραπονιούνται ότι η Υφήλιος δεν τους σέβεται αρκετά και δεν τους στηρίζει όταν διαμαρτύρονται απέναντι στον κόσμο) τότε θυμηθείτε: Ο Βίνκελμαν (και οι Γερμανοί) φταίνε για όλα αυτά.

 



[1] Μετάφραση – δική μου – από τα Γερμανικά. Είναι ο πρόλογος του βιβλίου μου με τον ίδιο τίτλο, που κυκλοφόρησε πριν 3 χρόνια στην Γερμανία. Ο πρόλογος και ο επίλογος γράφτηκαν κατευθείαν στα Γερμανικά, το υπόλοιπο (Διάλογοι – υπάρχουν στο αγγλόφωνο ndimou.gr) μεταφράστηκε από τα Αγγλικά.

[2] Και ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου έφερε τον επίσημο τίτλο «Βασιλεύς των Ρωμαίων». (Σ. τ. Μ.)

[3] Ο Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν, (γερμ. Johann Joachim Winckelmann - 9 Δεκεμβρίου 1717 - 8 Ιουνίου 1768) ήταν Γερμανός θεολόγος, συγγραφέας, βιβλιοθηκάριος και επιφανής αρχαιογνώστης. (Σ.τ.Μ.).

[4] Gedanken über die Nachahmung der Griechischen Werke in der Malerei und Bildhauer-Kunst, 1755 («Σκέψεις για την μίμηση των Ελληνικών Έργων στην ζωγραφική και την γλυπτική»).

[5] Kindlers Literatur Lexikon, τόμος 9 σελ. 3803. Για την σχέση με τον Goethe, ibid. τ. 12, 10235

[6] To Helen

[7] Childe Harold, Canto II, 75

[8] Enthousiasme – Les Orientales

[9] Don Juan – the Isles of Greece