...καταβρέχω τις βεράντες και περιμένω - εκεί γύρω στα μεσάνυχτα - να δροσίσει. Κοιμάμαι ανήσυχα, ξυπνάω για να πιω νερό. Το πρωί, κατά τις εννιά, κλείνω τα πάντα ερμητικά. Και μετά κατεβαίνω στο υπόγειο.

Εκεί βρίσκεις πάντα λίγη δροσιά - ακόμα κι αν έξω έχει σαράντα βαθμούς. Όταν έρχεται κανένας επισκέπτης λέει: "Α, εδώ έχετε αιρ-κοντίσιον" και απαντάω: "ναι, και τελείως αθόρυβο". Καημένη γη, πόσο μας φροντίζεις, πριν να μας σκεπάσεις! Δωρεάν δροσιά, αν καταδεχτούμε την αγκαλιά σου. Αλλά όχι, όλοι θέλουν ψηλά, τέταρτος, έκτος όροφος, ρετιρέ. Τα υπόγεια είναι για τους φτωχούς και τους παράνομους.

Ας βράζουνε τώρα οι κύριοι των ρετιρέ. Ποτέ δεν χώνεψα τους ορόφους. Μου φαίνεται αφύσικο να μην αγγίζω γη. Να κοιμάμαι είκοσι μέτρα πάνω από το έδαφος. Δεν είμαι πουλί να υπερίπταμαι. Η θέα μ' αρέσει από βουνά, όχι από μπαλκόνια.

 *

Φιλολογία του υπόγειου: σε όλα τα λαϊκά ρομάντζα, η κατοικία της πτωχής (φθισικής) νέας ή του άτυχου φτωχού φοιτητή: Το μελόδραμα προκύπτει από την αντιπαράθεση των ορόφων. Το ύψος σαν ταξική διάκριση.

Υποχθόνιες φυλακές. Υγρά κελιά, ανήλιαγα, όπου λησμονούσαν για χρόνια τους ανθρώπους. Παιδικά αναγνώσματα: συνθήματα πελεκημένα στους βρεμένους βράχους, υπόκωφοι χτύποι, ο Νταντές κι ο Αβάς Φαρίας. Λαγούμια μυστικά που οδηγούν σε άλλους κόσμους και ξανάρχονται στους εφιάλτες.

Υπόγειο: Το υποσυνείδητο. (Έτσι το φανταζόμουν πάντα για να το πιστέψω.) Το κρυφό βάθος των πραγμάτων. Οι ενοχές.

Φόβητρο για τα παιδιά: "θα σε κλείσω στο υπόγειο!" Στο παλιό σπίτι, ήταν πλυσταριό και μύριζε αλισίβα.

*

Η πρώτη κάθοδος σε υπόγειο που θυμάμαι, ήταν σε κλίμα πανικού. Με τις αντιαεροπορικές σειρήνες να ουρλιάζουν, με τύλιξαν σε μια κουβέρτα και με κατέβασαν σηκωτό. Ακόμα νιώθω την τραχιά άκρη της κουβέρτας στα χείλια μου, κι ακούω τους γείτονες να φωνάζουν: "Στο καταφύγιο! Έχει σκάλα από μπετόν!" Ήμουν πέντε ετών. Όμως το σημερινό μου υπόγειο είναι φιλικό και ειρηνικό. Χτισμένο στα βιβλία. Δεν το νιώθω διόλου σαν φυλακή. Ίσως λίγο σαν καταφύγιο. Τα βιβλία έχουν πολύχρωμες ράχες. Που και που λάμπουν χρυσά γράμματα. ("Χρυσόδετον" διάβαζα μικρός σε καταλόγους εκδοτών και φανταζόμουν κάτι όπως το Ευαγγέλιο στην εκκλησία.) Εδώ, σαν σε κιβωτό, έχω μαζέψει δείγματα ψυχής.

*

Είμαι μόνος. Το τηλέφωνο έχει μέρες να χτυπήσει. Καλύτερα. Διαθέτω πλούσια παρέα: βιβλία, δίσκους, φωτογραφίες. Ο έξω κόσμος μπορεί και να έχει πεθάνει - όλα σιωπούν σαν σε πυρηνική καταστροφή. Το υπόγειο αντέχει, μικρή δροσερή όαση στην καρδιά μιας πυρωμένης πόλης. 'Η νησί.

Ναι, περισσότερο νησί, απομονωμένο σε μια θάλασσα λάβας. Γιατί κι εγώ νιώθω ναυαγός.

*

Η διαφορά μου από τον Νώε. Εκείνος ήξερε πως η βροχή θα σταματήσει. Περίμενε το κλαδί της ελιάς. Πίστευε και στον Θεό και τον άνθρωπο.

Σίγουρα και ο καύσων κάποτε θα σταματήσει. Αλλά το περιβάλλον γύρω δεν θα πάψει να είναι εχθρικό και αφιλόξενο. Περιστέρι δεν περιμένω. Εγκλωβισμένος στην (υπόγεια) κιβωτό μου, κρατιέμαι από κομμάτια ναυαγίων, κείμενα και ήχους. ("These fragments I have shored against my ruins: Με τα συντρίμμια αυτά στύλωσα τα ερείπια μου.")

Ο μέγας, μόνιμος κατακλυσμός δεν θα περάσει. Όχι στα δικά μου χρόνια. Όχι σ' αυτή τη χώρα.

*

Κάθομαι λοιπόν εδώ, στο υπόγειο και γράφω - σημειώσεις χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, σαν να συζητάω με τον εαυτό μου. Δεν μπορείς όλο να διαβάζεις. Θες και να μιλήσεις.

Από μέρες οι μετεωρολόγοι προειδοποιούσαν. Ο κόσμος ρίχτηκε στους ανεμιστήρες και όσοι μπορούσαν έφυγαν. Η πόλη μαζεύτηκε, ταμπουρώθηκε πανικόβλητη, έτοιμη για μια δεύτερη καταστροφή.

Πέρυσι - γενική δοκιμή; - πέθαναν τρεις (άλλοι λένε τέσσερις) χιλιάδες. Φέτος, άραγε, πόσοι;

Είναι αργά να σκεπτόμαστε τώρα πόσοι και πως θα πεθάνουν. Έπρεπε να είχαμε σκεφθεί νωρίτερα πως θα ζήσουν. Γιατί αυτή η ζωή είναι που τους οδηγεί στο αδιέξοδο και στο τέλος. Αυτή την ζωή-αρρώστια θα έπρεπε να θεραπεύσουμε. Όταν πια πεθάνουν, το πρόβλημα είναι μόνο η συσκευασία.

Ο τρόπος ζωής των Αθηναίων έγινε τρόπος θανάτου. Ό,τι κυκλοφορεί στους πυρωμένους δρόμους δεν είναι ζωή. Είναι - στην καλύτερη περίπτωση - επιβίωση. Υπάρχει επειδή, ακόμα, δεν πέθανε.

*

Τώρα το λαμπερό αστέρι του Κυνός ανατέλλει μαζί με τον ήλιο - κι ενώνουν την δύναμή τους για να μας αναλώσουν σε φως. Κυνικά καύματα. Βασιλεύει ο φωτεινότερος απλανής, το α του Μεγάλου Κυνός, ο Σείριος (στίλβων).

Οι Ρωμαίοι μετρούσαν τις caniculares dies από τις τρεις ως τις έντεκα Ιουλίου. Aραγε θα δροσίσει σε μια εβδομάδα;

*

Το κέντρο της Αθήνας σε παραμονές καύσωνα. Ζέστη σκληρή, ατμόσφαιρα πνιγηρή, που γίνεται χειρότερη από τις αποφορές των μηχανημάτων κλιματισμού. (Οι μέσα δροσίζονται και πετάνε τη ζέστη τους έξω.) Ο κόσμος βιάζεται να κάνει γρήγορα δουλειές, προμήθειες, για να φύγει - ή να κλειστεί στο σπίτι του.

Θυμάμαι άλλα παλιά καλοκαίρια. Τότε η πόλη ήταν φιλική, τα πρόσωπα οικεία. Διασχίζοντας μια πλατεία (όχι μόνο της γειτονιάς σου αλλά και κεντρική) έβλεπες μόνο γνωστούς. Τώρα αυτά τα συσπασμένα πρόσωπα, κοντά στον πανικό, την υστερία, την απόγνωση - μια φορά τα βλέπεις, δεν θα τα ξανασυναντήσεις.

*

Μόνος με τον εαυτό μου, με βιβλία, με φαντάσματα. Γύρω μου ο αιμάτινος ποταμός της φωτιάς, ο Φλεγέθων, που περιτρέχει την "Κόλαση" του Δάντη. ("Acheronte, Stige e Flegetonda").

Η κόλαση είναι γύρω - μέσα είναι ένας κόσμος από φόβους, αναμνήσεις και ερωτήματα. Στη υπόγεια μοναξιά μου κλείνω τεφτέρια και ισολογισμούς.

Μόνη ζωή στο σπίτι, το Γατοτάκι.

*

Όσο περνάει ο καιρός, ο επισκέπτης μου έρχεται πιο συχνά. Αργά την νύχτα, ενώ βυθίζομαι στον ύπνο, κάθεται επάνω στο πρόσωπό μου και με πνίγει. Τελευταία στιγμή τινάζομαι όρθιος και παίρνω αέρα.

Παλιά ήταν κάθε δύο-τρεις εβδομάδες. Τώρα, σχεδόν κάθε βράδυ. Ξαπλώνω, κλείνω τα μάτια, γλιστράω στο σκοτάδι. Και στη διχάλα, παίρνω λάθος μονοπάτι - κι αντί να βγω στον ύπνο, κατεβαίνω στον θάνατο. Με αφήνει την ύστατη στιγμή. Αλλά για πόσο ακόμα; Ο γιατρός ψιθύρισε κάτι αμήχανο για άγχος. (Τι ξέρουν οι γιατροί γι' αυτά που είναι πέρα από αρρώστια και υγεία;)

*

Φυσάει λίβας. Βλέπεις τα δέντρα και σαλεύουν, βγαίνεις έξω να χαρείς αέρα, και ξαφνικά το στόμα σου στεγνώνει, οι βρόγχοι σου γίνονται γυαλόχαρτο και τα μάτια σου καινε.

Τώρα και ο άνεμος έγινε εχθρός. "Χρυσέ ζωής αέρα, γιατί δεν φτάνεις ως εμάς;" Έρημο ερώτημα του Ελύτη.

*

Αυτές τις μέρες δεν έχω δουλειά. Δεν βρίσκομαι σε διακοπές - είμαι, ηθελημένα, άνεργος. Σταμάτησα κάθε απασχόληση με την μάταια ελπίδα πως η αποχή θα με ξεκούραζε. Περίεργο. Το πιο κοπιαστικό πράγμα στον κόσμο είναι να μην κάνεις τίποτα και να σκέπτεσαι συνεχώς. Μόνον η χειρωνακτική εργασία ξεκουράζει από την σκέψη. Χρησιμοποιώ αυτές τις σημειώσεις σαν χειρωνακτική εργασία.

Όλοι μου λένε: γιατί δεν φεύγεις; Με έχει καταλάβει μια τρομακτική αδράνεια. Πίσω της ξέρω τι κρύβεται: ο φόβος του "έξω". Το έξω είναι απειλή. Εδώ ξέρω που είναι το κάθε βιβλίο, το κάθε χαρτί. Το έξω είναι ένα περιβάλλον εχθρικό: ζέστη, μόλυνση, θόρυβος, επιθετικότητα. Δεν το αντέχω. Έχτισα, λοιπόν, τείχη κι έκλεισα τα παράθυρα.

Κυρίως, αυτό που δεν μπορώ (κι εκνευρίζομαι) είναι όταν με παροτρύνουν να πάω να ξεσκάσω, να διασκεδάσω. Να φύγω, να μην βλέπω, να μην σκέπτομαι (αν είναι δυνατόν!)

Ποτέ μου δεν κατάφερα να κοροϊδέψω τον εαυτό μου. Και θα το κάνω τώρα; "Των οικιών ημών εμπιπραμένων";

*

Έτσι κάθομαι εδώ, με το μάτι καρφωμένο στην καταστροφή, σαν παιδί που κοιτάει αυτό που φοβάται - και δεν μπορεί να μην το κοιτάει.

Ζω πενήντα τρία χρόνια σ' αυτή την πόλη - εδώ γεννήθηκα. Την θυμάμαι, όλο νεοκλασικά και δεντροστοιχίες, να παίζουμε κουτσό στην Υψηλάντου, την Μιχαήλ Βόδα, την Σύρου.

Όχι, δεν φταίει η πρόοδος και η τεχνολογία και ο καταραμένος βιομηχανικός πολιτισμός. Έτσι άνετα και ζωντανά παίζουν ακόμα τα παιδιά στις περισσότερες πόλεις της Ευρώπης. Η ύβρις δεν ήταν πως δεχτήκαμε τον νέο τρόπο ζωής, αλλά πως, σαν κουτοπόνηροι χωριάτες, προσπαθήσαμε να τον εκμεταλλευτούμε, να τον κοροϊδέψουμε. Και μας εκδικήθηκε.

Δεν σεβαστήκαμε τους παμπάλαιους κανόνες του παιχνιδιού. Θελήσαμε να πάρουμε χωρίς να δώσουμε. Να κερδίσουμε, χωρίς να πληρώσουμε. Μια ζωή "ξύπνιοι". Να λοιπόν γιατί πεθαίνουμε σαν κοτόπουλα.

*

Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμή είπε το Τίποτα στο Κάτι
και κείνο το ηλίθιο το' χαψε.

Καταληκτικό επίγραμμα, από την Κική Δημουλά.

*

Όπως στις αρχαίες τραγωδίες, καταλαβαίνεις το νόημα όταν πια φτάσεις στο τέλος (τότε επισημαίνεις την ύβριν) έτσι και με αυτή την πόλη. Ο καύσων είναι το αποκορύφωμα και η αναίρεσή της. Τόσα χρόνια εκεί στοχεύαμε. Δεν το ξέραμε, αλλά εκεί πηγαίναμε. Συσσωρεύαμε ορόφους, ανθρώπους, μηχανήματα, αυτοκίνητα - με αυτόν τον (κρυφό) τελικό σκοπό. Να πεθάνουμε όλοι μαζί από ομαδική θερμοπληξία και ασφυξία. Σε ένα ολοκαύτωμα σαράντα τεσσάρων βαθμών.

*

"Σημειώσεις από ένα Υπόγειο." Ντοστογιέφσκυ - πριν εκατόν είκοσι τέσσερα χρόνια. Ο απογοητευμένος εραστής της λογικής, της επιστήμης, της προόδου, ξερνάει χολή και ξύδι. Ο παραληρηματικός αντιήρωάς του καγχάζει, ειρωνεύεται, φτύνει όλους όσοι νόμισαν πως με την λογική θα φτιάξουν την ζωή του ανθρώπου. Αυτούς που πιστεύουν στην οργάνωση της ζωής, στην δικαιοσύνη, την ισότητα, την πρόοδο.

Ο άνθρωπος δεν είναι λογικός και δεν θέλει να είναι ευτυχής! λεει η φωνή από το υπόγειο. Αναθεματίζει τη γνώση, την επιστήμη, το 2Χ2=4. "Πως θα ήταν, αγαπητοί μου κύριοι, αν με μια μοναδική κλωτσιά, διώχναμε όλη αυτή την Λογική;" Είναι εύκολο να χειροκροτήσει κανείς. (Πριν σκεφθεί, τι θα έβαζε ο Ντοστογιέφσκυ στη θέση της λογικής...) Αλλά φταίει η λογική για αυτούς που της φόρτωσαν υπερβολικές προσδοκίες και ευθύνες; Η λογική δεν αποτελεί περιεχόμενο ζωής - είναι μέθοδος. Δεν είναι σκοπός - είναι μέσον. Δεν ευθύνεται - κατευθύνεται. Δεν μπορεί να μας γεμίσει, ούτε να μας κάνει ευτυχισμένους. Μόνο να περιορίσει την όχληση, να μειώσει την ταλαιπωρία. Αλυπίανπαρέχει η ορθολογική οργάνωση της ζωής - όχι ευδαιμονία. Για την τελευταία χρειάζεται ο δαίμων.

Είχε δίκιο ο Ντοστογιέφσκυ όταν πολεμούσε για το δικαίωμα να είσαι παράλογος, διαφορετικός, ακόμα και αυτοκαταστρεπτικός. Δηλαδή ελεύθερος. Δεν είχε δίκιο ούτε όταν κατηγορούσε, ούτε όταν (νεότερος) θεοποιούσε την λογική.

*

Το λάθος του Ντοστογιέφσκυ, που το συνέχισαν οι σλαβόφιλοι (και οι δικοί μας νεο-ορθόδοξοι): Έδωσε υπερβολική σημασία στη λογική. Είναι ένα λάθος-αντίδραση στην ρασιοναλιστική υπεραισιοδοξία του δέκατου ένατου αιώνα.

Τώρα είμαστε πιο ώριμοι. Ξέρουμε πως ο ορθός λόγος δεν είναι πανάκεια - αλλά ένας καλός υπηρέτης. Δεν είναι αμαρτία η πίστη στον ορθό λόγο. Αμαρτία είναι η χρήση (ή μάλλον κατάχρηση) του ορθού λόγου για απάνθρωπους σκοπούς. Ο λόγος - όπως και η τεχνολογία - δεν θέτει, ούτε εμπεριέχει σκοπούς. Δεν έχει (δεν μπορεί να έχει) ήθος. Απλά υπηρετεί. Είναι μέσον.

Κάθε μέσο είναι ανεύθυνο. Και η λογική. Και η τεχνολογία. Που αποτελεί προέκταση, μεγέθυνση της θέλησής μας - όπως το εργαλείο προέκταση του χεριού μας. Όσο περνάει ο καιρός η μεγέθυνση αυξάνει. Με το τόξο ένας χειρισμός σκότωνε έναν άνθρωπο. Προχθές, μια κίνηση σκότωσε 298. Σ' αυτό όμως δεν φταίει βέβαια ο πύραυλος.

*

Η ηθική εξέλιξη της ανθρωπότητας είναι πολύ βραδύτερη από την τεχνολογική. Ωστόσο υπάρχει. Πριν δύο-τρεις αιώνες ήταν ακόμα φυσιολογικά πράγματα η δουλεία, η απόλυτη μοναρχία, οι διακρίσεις, η θανατική ποινή. Τώρα η πλειοψηφία των ανθρώπων και τα περισσότερα κράτη τα καταδικάζουν. (Έστω, στα χαρτιά. Αλλά, σιγά-σιγά, και στην πράξη!) Δέχομαι πως με τον ρυθμό αυτό θα χρειαστούμε πολλά χρόνια, αιώνες, για να φτάσουμε σε μια ηθικά παραδεκτή κοινωνία. Δέχομαι πως πρέπει να παλέψουμε για να επιταχυνθεί ο ρυθμός.

Αλλά δεν δέχομαι πως επειδή προχωράμε σιγά, πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Επειδή η λογική δεν χρησιμοποιήθηκε πάντα σωστά πρέπει να την καταργήσουμε. (Και τι θα βάλουμε στη θέση της; Την αστρολογία, την μαγεία ή την δεισιδαιμονία; Ούτε να μιλήσουμε δεν θα μπορούμε χωρίς τη λογική - όταν το α δεν θα είναι πια α.) Και πως, επειδή η τεχνολογία σκοτώνει, πρέπει να νοσταλγούμε τα σπήλαια.

Το επιχείρημα: "πάρτε τα σπίρτα από το παιδί, θα βάλει φωτιά!" δεν μπορεί να ισχύσει για την ενήλικη ανθρωπότητα. Η λύση δεν βρίσκεται στο εργαλείο αλλά στον χειριστή. Κι όταν υπάρχουν δισεκατομμύρια άνθρωποι που υποφέρουν από στέρηση, πείνα και αρρώστια, είναι ύβρις να απορρίπτουμε την τεχνολογία - την μόνη που μπορεί να τους ανακουφίσει.

*

Το κρύο στρέφει τον άνθρωπο προς τα μέσα. Τον κάνει να σφίγγεται, να αγκαλιάζεται, να χουχουλιάζει. Η ζέστη αντίθετα τον γυρίζει προς τα έξω. Απλώνεται, ανοίγεται, χύνεται σαν χυλός, να κρυώσει.

Βγήκα και είδα σήμερα τον ήλιο. Είναι λευκός, κάτασπρος. Το φως του σχεδόν ψυχρό, σαν νέον. Αυτό το άσπρο φως δεν ζεσταίνει - διαλύει. Διαπερνά το σώμα ως το κόκαλο - σαν ακτίνες Χ, σαν υπέρηχοι. Είναι δολοφονικό φως.

Το θερμόμετρο δείχνει 46 βαθμούς. Έχω γράψει γι αυτό το φως που μας καθορίζει - λευκό και μαύρο.

*

Η ταλαιπωρία των γερόντων. Που βλέπουν κάθε βαθμό θερμοκρασίας, σαν προμήνυμα τελευτής. Που ζούνε με τα μάτια καρφωμένα στο θερμόμετρο. Που αφυδατώνονται και σβήνουν γρήγορα κι αθόρυβα με έναν αναστεναγμό.

Πήγα και είδα την θεία Μ. Ενενήντα χρονώ, η παλιά αρχόντισσα. Προχθές ακόμα μου αράδιαζε Πλούταρχο, Musset και Tennyson. Τώρα αγωνιούσε ξαπλωμένη με το στόμα ορθάνοιχτο σαν ψάρι στην στεριά. I'm just gasping for air - ψιθύρισε. Η προφορά της πάντα άψογη. Θα βγάλει κι αυτό το καλοκαίρι;

*

Οι εφημερίδες έχουνε ξεμείνει από υπερθετικά. Τα ξόδεψαν όλα στους 38 βαθμούς - και πως τώρα να μιλήσουν για τους 46;

Οι εφημερίδες μας, με την υπερβολή, εξευτελίζουν και τα πιο τραγικά γεγονότα. Απίθανο πως οι ξύλινοι τίτλοι αφαιρούν την ουσία από την ζωή.

*

Διαβάζω το "χρονογράφημα" του Π. (Όλες πια τις επώνυμες στήλες τις ονομάζουμε χρονογραφήματα. Τι θάλεγε ο Νιρβάνας!) Συνειδητοποιώ τι με απωθεί στο γράψιμό του. Κάνει συνεχή λογοπαίγνια.

Μισώ τα λογοπαίγνια. Μου φαίνεται ιεροσυλία να κάνεις τον έξυπνο με τον λόγο. Οι λέξεις είναι πράγματα ιερά - δεν νοείται να παίζεις "εν ου παικτοίς". Κι όταν μάλιστα σκοπός σου δεν είναι η αποκάλυψη νοήματος (όπως στις λεκτικές ακροβασίες του Heidegger) αλλά ο εύκολος εντυπωσιασμός του αναγνώστη.

Σέβομαι τη γλώσσα - όπως όλα τα πράγματα που φοβάμαι.

*

Καύσων - Νέφος. Έχουμε τόσο εγκλωβιστεί μέσα στις λανθασμένες επιλογές μας, που μας είναι αδύνατο να κάνουμε πίσω. Έτσι φοβάμαι πως Θα πεθάνουμε (καθόλου ηρωικά) επιμένοντας στον λανθασμένο τρόπο ζωής που διαλέξαμε.

Ποίος μπορεί να μας σώσει; Ποιος θα επωμισθεί το πολιτικό κόστος μιας πραγματικής αλλαγής; Και πόσο θα την θελήσουν οι κοντόθωροι μικροαστοί; Θα ψηφίσουν αυτόν που θα τους γκρεμίσει το αυθαίρετο, θα αποσύρει από την κυκλοφορία το σαράβαλο τους, θα κλείσει την βιοτεχνία τους που ρυπαίνει;

Δεν έχω αυταπάτες. Άλλωστε, στην φύση της τραγωδίας είναι να βλέπεις την επερχόμενη καταστροφή - και να μην μπορείς ούτε καν να φωνάξεις. (Έτσι σου κλείνει το στόμα ο εφιάλτης).