...μικρό, διθέσιο καναπέ. Δίπλα η όμορφη Γεωργία, τυλιγμένη σε μια μεγάλη πετσέτα μπάνιου. Μου λέει: "Δεν ξέρεις πόσο δούλεψα τις τελευταίες ημέρες, έπρεπε να κάνω ένα αρχείο με όλα τα γυμνά." Αρχίζω να της μιλάω για φωτογραφίες γυμνών με ύφος έμπειρου φωτογράφου (δεν έχω ποτέ φωτογραφήσει γυμνό - εκτός από τη Μargot στη Γερμανία πριν 30 χρόνια). Βρισκόμαστε σε ένα μακρύ δωμάτιο σαν Χολ. Ενώ μιλάμε, παρεμβαίνει ο Σ. (ούτε καταλαβαίνω που βρέθηκε!) και λέει: "Να σας δείξω εγώ!" Βλέπω με την άκρη του ματιού μου πως η Γεωργία έχει αφήσει να γλιστρήσει η πετσέτα και το χλωμό γυμνό κορμί της λάμπει στο ημίφως. Εν τω μεταξύ ο Σ. έχει καθίσει στο πάτωμα, είναι γυμνός από τη μέση και κάτω και επιδεικνύει ένα μικρό ψιλό παιδικό πέος, σε έντονη στύση. (Βλέπω το κεφάλι, κατακόκκινο.) Είναι τόσο μικρό που μου φαίνεται αστείο. Μετά θυμάμαι πως ο Σ. είναι ομοφυλόφιλος.

Αισθάνομαι περίεργα και γυρνάω να πω κάτι στη Γεωργία αλλά ο Σ. απτόητος συνεχίζει: "Θα σας δείξω!" Σέρνεται καθιστός στο πάτωμα με το αστεία καυλωμένο τσουτσούνι του, φέρνει βόλτα το δωμάτιο ως την πόρτα και μισοβγαίνει. Εγώ πια χαζεύω ανοιχτά το γυμνό σώμα της Γεωργίας όταν, ξαφνικά, ο Σ. που μας είχε γυρίσει την πλάτη, στρέφεται απότομα προς εμάς. Είναι καθιστός στο άνοιγμα της πόρτας, το πέος του τώρα έχει γίνει τεράστιο, χοντρό. Σηκώνομαι με έκπληξη, αλλά, πριν προλάβω να κουνηθώ, αρχίζει να εκσπερματίζει βιαιότατα κατά πάνω μας. Βλέπω σαν σε κοντινό πλάνο τον σπασμό, το άνοιγμα της ουρήθρας και, παρά την απόσταση, νιώθω επάνω μου ζεστό το σπέρμα. Ξυπνάω.

Ξυπνάω περίεργα αδιάφορος, ούτε ερεθισμένος, ούτε ενοχλημένος. Απορημένος. Μακρινά πρόσωπα στον ανήσυχο ύπνο μου.

*

Είμαι ολομόναχος στην πολυκατοικία - οι άλλοι ένοικοι πήραν θάλασσες και βουνά - και παρακολουθώ τον καύσωνα της Αθήνας, όπως ο Σενέκας (ήταν εκεί;) την πυρκαγιά της αρχαίας Ρώμης. Έχω την αίσθηση ότι ζω ένα γεγονός τραγικό μαζί και γελοίο, ιστορικό και ασήμαντο. Αυτή ήταν κάποτε η πόλη του Κόδρου, του Σόλωνα, του Περικλή. Ήταν η Αθήνα. Τώρα τι είναι; Μια άμορφη μάζα που λιώνει, μυρίζει άσκημα και πεθαίνει.

*

Το Γατοτάκι έχει ανέβει επάνω στην οθόνη του υπολογιστή και με κοιτάει διαπεραστικά. Ναι, σκέπτομαι συνεχώς τον θάνατο. Γιατί; Μα είναι το μόνο σίγουρο που περιμένω. Όλα τα άλλα - ευχάριστα, δυσάρεστα - είναι απλώς πιθανά.

Ανάλογα με τις στιγμές ο Χάροντας μου εμφανίζεται με άλλη μορφή. Αυτές τις μέρες τον βλέπω σαν θερμοπληξία - τον χειμώνα σαν υποθερμία. 'Αν ένας φίλος πάθει καρκίνο, ο θάνατος που φαντάζομαι παίρνει την μορφή του.

Χίλια πρόσωπα έχει πάρει ως τώρα ο αναμενόμενος - και με άγχος αναρωτιέμαι: σε ποιό θα μοιάζει ο δικός μου;

*

Πολλούς η σκέψη μιας μέλλουσας ζωής τους παρηγορεί - εμένα με τρομάζει.

Αν ήξερα πως όλα τελειώνουν με τον θάνατο, θα ήμουν πιο ήσυχος. "Αλλά σ' αυτόν τον ύπνο, ποιος ξέρει τι όνειρα θα έρθουν..." (Hamlet)

*

Διαβάζοντας Β. Η σκέψη που συνεχώς αυτοαναιρείται, η γλώσσα που συστηματικά αυτοκαταστρέφεται...

Η λεκτική δεινότητα και γνωστική επάρκεια αυτής της αναζήτησης είναι εντυπωσιακή. Θα μου ήταν συμπαθέστερη, αν, στην παρουσίασή της, δεν υπήρχε τόσος ναρκισσισμός. "Κοιτάξτε με πως αμφιλέγω!" Πολλή πόζα, πολλή προσποίηση.

Ακόμα και τον ζεϊμπέκικο τον καταστρέφει η πόζα - πόσο μάλλον την σκέψη!

*

"Βερίνα, μας ερήμωσε η ζωή κι οι αττικοί ουρανοί κι οι διανοούμενοι που σκαρφαλώνουν στο ίδιο τους κεφάλι

και τα τοπεία που κατάντησαν να παίρνουν πόζες από την ξεραίλα κι από την πείνα..."

(Γιώργος Σεφέρης, πριν εξήντα χρόνια. Καλοκαίρι 1928)

*

Δυσνόητα κείμενα. Νομίζω πως είναι γνώρισμα του καιρού μας. Αυτοί που τα θαυμάζουν έχουν καταλάβει λιγότερα από σένα που ρωτάς. Και κανένας δεν τολμάει να φωνάξει: ο βασιλιάς είναι ξεβράκωτος!

Φταίνε και οι δημοσιογράφοι. Όσο λιγότερο κατανοούν, τόσο περισσότερο επαινούν και προβάλλουν. (Πως αλλιώς θα δείξουν μορφωμένοι!) Κι επειδή αυτοί διαμορφώνουν την κοινή γνώμη (όχι βέβαια οι κριτικοί αλλά οι ρεπόρτερ) το δυσνόητο βασιλεύει.

Όποιος έχει έστω και λίγο ασχοληθεί με σημαντικά κείμενα, ξέρει ότι οι μεγάλοι στοχαστές γράφουν με σαφήνεια και απλότητα. Σίγουρα, δεν μπορεί να τους καταλάβει ο καθένας, χρειάζεται μια προπαίδεια.

Άλλη όμως η δυσκολία που προκύπτει από το θέμα - αυτή είναι αναγκαία - κι άλλη εκείνη που οφείλεται σε ατελή σκέψη ή ασαφή διατύπωση. Η δεύτερη είναι περιττή.

Γι αυτή την περιττή δυσκολία μιλάω. Που δυσχεραίνει την επικοινωνία και τον διάλογο. Που έχει βοηθήσει να δημιουργηθούν ολόκληρες σχολές σκέψης, βασισμένες στην ασάφεια και την σκοτεινότητα.

Προσωπικά δεν είμαι πια διατεθειμένος να ανεχθώ τη διανοητική μουντζούρα. Αρκετές πολύτιμες ώρες έχω χάσει προσπαθώντας να καταλάβω αν υπάρχει κάτι να καταλάβω. Τώρα δίνω στον κάθε συγγραφέα μια ευκαιρία να με πείσει - αν όμως δω πως μπερδεύεται μέσα στις λέξεις του και με οδηγεί σε αδιέξοδα μονοπάτια, κλείνω το βιβλίο.

Δεν υπάρχει τίποτα το σημαντικό που να μην μπορεί να ειπωθεί με λίγα και απλά λόγια.

*

Γεμίσαμε φαινομενικούς φαινομενολόγους, οπαδούς της "νέας κριτικής" χωρίς κρίση - και αποδομιστές που γκρεμίζουν ό,τι δεν έχτισαν. Διαθέτουμε ειδικούς στη Σχολή της Φρανκφούρτης, που έχουν διαβάσει μόνον ολίγον Adorno στα γαλλικά.

Οι αιώνιοι επιπολαιολόγοι! Με λίγες λέξεις βάφουν τεράστιες επιφάνειες. Η σκέψη τους είναι άδεια σκηνικά. Το ύφος όμως!

Πετάνε ονόματα - αλλά κάνουνε βάρβαρα λάθη στην προφορά και τον τονισμό. (Έχετε διαβάσει Μπενζαμέν;) Mπερδεύουν τον Derrida με τον Deleuse και τον Horkheimer με τον Habermas.

Pωμιοί ρακοσυλλέκτες ξένων ιδεών. Κομματάκι εδώ, κομματάκι εκεί, έτοιμη η κουλτουρο-κουρελού. Θυμάμαι τον γέρο Schilling στο πανεπιστήμιο: "Δεν μ'ενδιαφέρει, κύριε συνάδελφε, τι είπαν ο Kant και ο Ηegel. Εσείς τι λέτε;" Το πιο δύσκολο: να έχεις εσύ κάτι να πεις.

*

Αναμνήσεις ζέστης. Η πιο θερμή μέρα της ζωής μου: Οδηγώντας από Μαδρίτη προς Γρανάδα. Το οροπέδιο της Καστίλλης, λιωμένο μολύβι. Έκλεινα το παράθυρο του πυρακτωμένου αυτοκινήτου, γιατί ο λίβας μου έκοβε την ανάσα. (Μετά όμως, οι κήποι της Αλάμπρα, ήχος από συντριβάνια - και το φεγγάρι!)

Η πιο δύσκολη ζέστη: Πέρυσι στην Κολωνία. Τριάντα βαθμοί θερμοκρασία - αλλά ενενήντα υγρασία. Δεν έκλεισα μάτι τρεις νύχτες. Όλος ο Ρήνος στο κρεβάτι μου.

*

Πήρα να ξαναθυμηθώ το πρώτο μέρος από το "Υπόγειο" του Ντοστογιέφσκυ - αλλά προχώρησα και στο δεύτερο. Πόσο πιο αληθινοί οι άνθρωποι από τις ιδέες. Αυτή η Λίζα - τι δύναμη!

Μετά δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο από το να ακούσω μουσική. Έψαξα να βρω κάτι, να ταιριάζει. Διάλεξα το κουιντέτο για πιάνο op. 34 του Brahms. Τέλεια αντιστοιχία στο πάθος. (Ο Brahms, πειθαρχημένος βομβιστής.)

Ύστερα συνειδητοποίησα πως τα δύο έργα έχουν γραφτεί την ίδια εποχή - ίσως και την ίδια χρονιά.

*

Εφημερίδες, περιοδικά. Ναρκωτικά που δεν κόβονται. Εθισμός. Κάθε φορά με ενοχλούν - και όμως ξαναγοράζω. Πόλεμος εκδοτών. Πόλεμος συμφερόντων. Πόλεμος τίτλων. Και η λέξη ήθος να κυκλοφορεί χιλιομπαλωμένη και καταλερωμένη από βρώμικα χέρια.

Η είδηση έχει αντικατασταθεί από την (κατευθυνόμενη) εικασία. Η πραγματικότητα από τα σενάρια για την πραγματικότητα. Και οι ιδέες από το κουτσομπολιό.

Ακόμα και η πολιτική διεκπεραιώνεται σε επίπεδο προσωπικού κουτσομπολιού. Θεέ μου τι ενδιαφέρον για τον άνθρωπο! Ο νέος ανθρωπισμός.

Εξ ου και η βιομηχανία συνεντεύξεων. Ο Τύπος μας ανακάλυψε το (μη ανθρώπινο) πρόσωπο - με την μορφή των "επωνύμων". (Σκέτο μακιγιάζ!) Τρεις κάθε τεύχος. Δύο κάθε φύλλο. Οι ίδιοι και οι ίδιοι. Στα παρασκήνια ακούς και το κλικ-κλακ των μηχανισμών δημοσιότητας. Κάνει ο Μ. συναυλία - ξαφνικά συνεντεύξεις σε δέκα έντυπα. Σκηνοθετεί ο Β. - σεντόνια οι συζητήσεις. Βγάζει ο Χ. βιβλίο - τυχαία τον θυμούνται όλοι.

Είμαι, νομίζω, ο μόνος Έλληνας συγγραφέας που δεν έχει δώσει ποτέ συνέντευξη σε ημερήσια εφημερίδα. Όχι επειδή αρνήθηκα. Δεν μου ζήτησαν. Παλιά με ενοχλούσε. Τώρα το νιώθω σαν διάκριση.

*

Ό,τι σκέπτομαι το έχει πει καλλίτερα κάποιος ποιητής. Τα τελευταία χρόνια με συνοδεύει ο στίχος του Σεφέρη: "Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται: πώς πεθαίνει ένας άντρας;"

Σημείωσα και πριν ότι συλλογίζομαι συχνά τον θάνατο. Τον σκέπτομαι, ανάλογα με την διάθεσή μου, πότε ήρεμος και πότε πανικόβλητος, άλλοτε με περιέργεια και άλλοτε με τρόμο. Γεγονός είναι πως δεν περνάει μέρα - τι λέω;- ώρα, λεπτό, που να μην τον σκεφθώ. Κι όχι μόνο το δικό μου τέλος. Όταν συναντάω ανθρώπους συχνά θυμάμαι έναν άλλο στίχο του Σεφέρη: "Θα πεθάνει κι αυτή - πώς θα πεθάνει;"

Και στους δύο στίχους κυριαρχεί το "πώς". Σωστά: το ότι θα πεθάνουμε είναι σίγουρο - μας μένει το "πώς" για να καλλιεργούμε το άγχος μας.

Πολλές φορές αυτό το "πώς" μου φαίνεται βουνό. Είμαι δειλός, δεν το κρύβω και η πρώτη σκέψη είναι να το βάλω στα πόδια. (Ο μέγιστος των δειλών, ο Γούντυ 'Αλλεν το είπε καίρια: "Δεν με φοβίζει ο θάνατος, αρκεί να μην είμαι εκεί όταν θα έρθει.") Πώς θα τα βγάλω πέρα εκείνη την ώρα - θα γίνω ρεζίλι!

Μετά συλλογίζομαι πως τόσοι άνθρωποι τα κατάφεραν πριν από μένα - δισεκατομμύρια ψυχές κάθε είδους: έξυπνοι, κουτοί, γενναίοι, φοβητσιάρηδες, όλοι τελικά πέθαναν. Άρα γιατί όχι κι εγώ;

Κι έτσι ο θάνατος γίνεται σαν το μουρουνόλαδο των παιδικών μου χρόνων. Ακούω ακόμα τη φωνή της μάνας μου: "Αφού θα το πιεις που θα το πιεις, πάρ΄ το απόφαση και τελείωνε."

Ο θάνατος σαν μουρουνόλαδο. Αναπόφευκτος, με απαίσια γεύση. Και η after-taste; Τι αφήνει στο στόμα; Η ταγκή αποπνικτική ψαρίλα του μουρουνόλαδου σε κυνηγούσε για ώρες. Πάλι ο φόβος του "μετά".

*

Από τους πιο καίριους Ελληνικούς στίχους: μέσα στο φόβο μέσα στο φόβο πέρασε η ζωή μου του Σαχτούρη.

*

Ταίζω τις δύο γάτες μου. Η αρχή και το τέλος. Η γριά, χοντρή και γκρινιάρα Σιντερέλλα (σχετλιαστικώς, αποκαλείται και Γατίνα) ακίνητη πια σαν χορταριασμένος βράχος. Και το μικρό, γρήγορο και κομψό Γατοτάκι. Το μόνο κεφάτο πράγμα σ' αυτό το σπίτι. Παίζει με τα πάντα - έξυπνα, ανατρεπτικά, χαριτωμένα - δείχνοντας την άλλη πλευρά του θανάτου.

Οι γάτες ανέχονται τη ζέστη. Αιλουροειδή - ξέρουν από ζούγκλες και τροπικούς. Αντίθετα, οι αδέσποτοι σκύλοι της γειτονιάς (όσοι μείνανε) έχουν παραλύσει. Τους ποτίζω.

*

Να γιατί δεν χωνεύω τους ορόφους. Έμαθα τώρα πως η "Μανουλίνα" έπεσε από τον πέμπτον όροφο και σκοτώθηκε.

Είχε καταφύγει σε μας πριν δύο μήνες με τα τρία γατάκια της. Ήταν άσκημη, άχαρη γάτα, αλλά τρυφερή και φιλική όσο καμιά. Μικρομάνα (μάλλον πρώτη γέννα) αλλά φανατική. Τα παιδιά της πανέμορφα. Τα μεγαλώσαμε (επικές μάχες με τα δικά μας, ειρηνευτική δύναμη και ουδέτερη ζώνη) και τα δώσαμε σε σπίτια.

Τρεις μέρες έμεινε η Μανουλίνα στο καινούργιο της σπίτι. Κι εκεί που είχε μυρίσει όλες τις γωνιές, που είχε (πρώτη φορά) χαιδευτεί και γουργουρήσει - έκανε από το μπαλκόνι τη λανθασμένη κίνηση.

Αν είναι σκληρός αυτός ο κόσμος για μας, πόσο περισσότερο για τα εντελώς αθώα και αμέτοχα. Που τα μαζεύουμε, άψυχα σφουγγαρόπανα, από τους εθνικούς δρόμους. Τι ξέρει ο γενετικός τους κώδικας για το ατσάλι των εκατόν είκοσι χιλιομέτρων την ώρα, για το ύψος των πέντε ορόφων;