ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΟΥΣΕ φτωχική αρχοντιά. Ρούχα παλαϊκά, με νταντέλες, τριμμένα αλλά πεντακάθαρα, πρόσωπο ευγενικό και κουρασμένο. Γύρω στα εξήντα πέντε.

"Αγαπάτε τον Goethe; Από ποια χώρα έρχεστε - αν μου επιτρέπετε την ερώτηση;"

Βαϊμάρη, Σεπτέμβριος 1987, έξω από το σπίτι του Goethe. Κρατάω στο ένα χέρι τους "Διαλόγους με τον Eckermann", στον ώμο μου κρέμεται φωτογραφική μηχανή.

Η αναφορά στην Ελλάδα φέρνει αυτόματα στα χείλη της κυρίας τον στίχο από την γερμανική "Ιφιγένεια": "Την χώρα των Ελλήνων ψάχνοντας με την ψυχή." Και συμπληρώνει: "Νέα, ήθελα τόσο να γνωρίσω την Ελλάδα! Ο πόλεμος, η καταστροφή - και τώρα..."

Καθηγήτρια σε Γυμνάσιο - μόλις είχε πάρει σύνταξη. Προθυμοποιήθηκε να με ξεναγήσει. "Θα σας οδηγήσω εκεί που δεν πάνε τους τουρίστες," μου είπε. "Δεν βλέπετε εδώ τι γίνεται!"

Πραγματικά, συμπαγή γκρουπ Ανατολικογερμανών, με επιγραφές (Kombinat Μετάλλου Τάδε, Λύκειο Δείνα) συντεταγμένα ανά τριάδες είχαν κατακλύσει τον χώρο.

Με πήγε λίγο πιο πέρα, στο Gartenhaus, το μικρό καλοκαιρινό περίπτερο στις όχθες του Ιlm. Εκεί βασίλευε απόλυτη σιωπή. Μου είπε λίγους στίχους από ποιήματα που έγραψε εδώ ο ποιητής. Σε μία στιγμή άλλαξε ύφος. Κοίταξε δεξιά-αριστερά να βεβαιωθεί πως ήμασταν μόνοι και ψιθύρισε:

"Δεν έχω, κύριε, εγώ κανέναν Απέναντι (drueben - έτσι αναφέρονται στους Δυτικογερμανούς) να μου στείλει δέμα. Νοστάλγησα τον καλό καφέ. Μήπως σας βρίσκονται έστω και πέντε Δυτικά Μάρκα; Ντρέπομαι... "

Άρχισα να ψάχνω τις τσέπες μου. Ξαφνικά εισέβαλε μέσα στο περίπτερο ένα τεράστιο γκρουπ. Η κυρία εξαφανίστηκε. Κι εγώ έμεινα με ένα κόμπο στο λαιμό.

ΑΓΝΩΣΤΗ ΜΟΥ κυρία της Βαϊμάρης, σας σκέπτομαι αυτές τις μέρες. Θυμάμαι είχατε αναφέρει ένα στίχο από τον Wilhelm Meister: "Γιατί κάθε ενοχή, στη γη εκδικείται."

Τώρα λοιπόν η τεράστια ενοχή τόσων χρόνων λαμβάνει εκδίκηση. Οι άνθρωποι σήκωσαν κεφάλι, έπιασαν τις πέτρες της διαμαρτυρίας, διαδηλώνουν στους δρόμους.

Ξέρω, δεν θέλατε τόσο τον καφέ, όσο μία μικρή γεύση ελευθερίας. Το μόνο μέρος στην Ανατολική Γερμανία που νιώθεις αλλιώτικα είναι τα Intershops - τα μαγαζιά σκληρού συναλλάγματος. Διότι μόνον εκεί έχεις επιλογές. (Ανάμεσα σε είδη υπερπολυτελείας όπως Dixan, Colgate, Camay, Lux, Nescafe, Maxwell).

Στο τυπικό τοπικό μαγαζί υπάρχει μόνον ένα (ανώνυμο) σαμπουάν και μία (ανώνυμη) κολόνια. Όπως υπάρχει - παντού - μόνον ένα (ψευδεπώνυμο) κόμμα και μία (ψευδεπίγραφη) ιδεολογία.

Τα βιβλιοπωλεία είναι Σαχάρα. Γεμάτα κόκκινους χρυσόδετους τόμους, τα "Άπαντα" του Χόνεκερ. Και μετά μόνον ορθόδοξα μαρξιστικά έργα. Πέρα από αυτά τίποτα. Δεν υφίσταται άλλη φιλοσοφία, κοινωνιολογία, οικονομολογία στον εικοστό αιώνα. Δεν υπάρχουν - πουθενά - ξένα περιοδικά ή εφημερίδες. (Όσα είχα στο αυτοκίνητο, μου τα πήραν στα σύνορα).

ΒΛΕΠΩ την κυρία της Βαϊμάρης, υπομονετική, τα χέρια σταυρωμένα πάνω στην παλαϊκή μπλούζα με τις φθαρμένες νταντέλες. Την βλέπω μέσα σε ένα κράτος-στρατόπεδο, κράτος-φυλακή, με τριπλό συρματόπλεγμα και Τείχος. Όρθια, περιμένει. Πίσω της ένα γκρίζο τοπίο: γκρίζα σπίτια, γκρίζοι άνθρωποι, γκρίζος αέρας. Η ατμόσφαιρα μυρίζει δέκατο ένατο αιώνα: λιπαρό κάρβουνο, καμένο λάδι και θειάφι. Σε πιάνει στο λαιμό.

Τα τρένα βροντάνε δίπλα της. Διασχίζουν την χώρα νύχτα, με τα φώτα σβηστά - ενώ φρουροί φυλάνε τις σιδηροτροχιές. Τα τρένα μεταφέρουν συμπατριώτες της, Ανατολικογερμανούς - από την Πράγα, την Βαρσοβία - προς την Δύση. Όποιος μπορεί, φεύγει.

Θυμάμαι όταν έφυγα εγώ. Μέρες νωρίτερα από την λήξη της βίζας μου. (Δεν άντεξα). Κάθε που περνούσα ένα από τα συρματοπλέγματα (έλεγχοι διπλοί-τριπλοί, ξήλωμα, καθρέφτες κάτω από το αυτοκίνητο!) σηκωνόταν κι ένα βάρος από το στήθος μου. Όταν τελικά βγήκα από το τελευταίο, άρχισα ασυναίσθητα να ουρλιάζω.

ΣΑΡΑΝΤΑ χρόνια Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία! Ευγενική κυρία της Βαϊμάρης σας χρωστάω - σας χρωστάμε όλοι - κάτι παραπάνω από έναν καφέ.