(Κείμενο του 2000. Νέα επεξεργασία 1919)

Τα ερωτήματα που τίθενται είναι δύο: “Ποιος είναι ο Χριστός;” και “Πού βρίσκεται σήμερα η εκκλησία Του;”

Ας δηλώσω από την αρχή ότι θεωρώ τον εαυτό μου αναρμόδιο να απαντήσει στο δεύτερο ερώτημα. Δεν είμαι μελετητής των εκκλησιαστικών θεμάτων. Επί πλέον, από την απάντησή μου στο πρώτο ερώτημα θα καταφανεί ότι δεν θεωρώ πως οι υπάρχουσες Χριστιανικές εκκλησίες είναι “εκκλησίες Του”, ότι δηλαδή εκπροσωπούν την πραγματική του διδασκαλία.

Ας ξεκαθαρίσω επίσης από την αρχή πως δεν θα απαντήσω ως πιστός. Η πίστη είναι υποκειμενική, ανήκει στον αυστηρά προσωπικό χώρο και δύσκολα προσφέρεται για φιλοσοφικό διάλογο, ανάλυση ή διαπραγμάτευση. Πέρα από το γεγονός ότι, επειδή σέβομαι βαθύτατα το μυστήριο του Είναι, θεωρώ πως ό,τι λέγεται η γράφεται για το Άρρητο, το προδίδει. Άρα η απάντησή μου θα δοθεί χωρίς προσφυγή σε μεταφυσικές ή άλλες υπερβατικές δοξασίες.

Αν για τους παραπάνω λόγους αποκλειστεί η θεϊκή του υπόσταση, το ζητούμενο “ποιος είναι ο Χριστός;” θα μπορούσε να αναφέρεται στο ιστορικό πρόσωπο – ή στην διδασκαλία. Θα αναφερθώ στην δεύτερη που πιθανότατα συμπίπτει με το πρώτο. 

Στα αρχαιότερα κείμενα της Χριστιανικής παράδοσης ο Ιησούς εμφανίζεται πολύ περισσότερο ως διδάσκαλος ήθους και πολύ λιγότερο ως δημιουργός θρησκείας (δηλαδή θεολογικού δόγματος). Θα έλεγα, περισσότερο σαν άνθρωπος παρά σαν Θεός. Ακόμα και στα (μεταγενέστερα) Ευαγγέλια, ο ίδιος ουδέποτε δηλώνει ευθέως πως είναι Θεός. Άλλωστε η βιβλική φιλολογική έρευνα δείχνει πως, στην Καινή Διαθήκη, οι περισσότερες (αν όχι όλες) οι αναφορές σε δογματικά και θρησκειολογικά θέματα, εκπληρώσεις προφητειών, και άλλα θεολογικά, είναι κατοπινές προσθήκες. Τα Ευαγγέλια έχουν γραφτεί αντίστροφα, για να εκπληρώσουν τους όρους που έθετε η ήδη – από την «Παλαιά Διαθήκη» – διαμορφωμένη πίστη. Πράγμα που φαίνεται και από τις προγενέστερές τους αυθεντικές επιστολές του Αποστόλου Παύλου και τις Πράξεις των Αποστόλων.

Μέσα στα πρώτα κείμενα βλέπω τον Χριστό ως άνθρωπο: χαρισματικό, μεγαλοφυή, μεγαλόκαρδο – αλλά άνθρωπο. Και εκεί βρίσκεται η μεγάλη αξία της παρουσίας και της διδασκαλίας του. Ένας ημίθεος ή θεάνθρωπος θα παρουσίαζε ενδιαφέρον ως σύνθετο ον (κάτι σαν Κένταυρος) αλλά περιέχει ανυπέρβλητες εννοιολογικές δυσκολίες που ταλαιπώρησαν τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους θεολόγους επί αιώνες: από τον Ιγνάτιο της Αντιοχείας, τον Άρειο, τον Νεστόριο και την Σύνοδο της Χαλκηδόνος μέχρι τον Rudolf Bultman. Επιπλέον η διαπραγμάτευση του θέματος ξεφεύγει από τους όρους του κειμένου αυτού, που γράφεται χωρίς μεταφυσικές παραδοχές.

Η θεώρηση του Χριστού ως ανθρώπου όχι μόνο δεν αποδυναμώνει την διδασκαλία του, αλλά την ενισχύει. Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι η διδαχή του αποκτά νόημα, κύρος και αξία, μόνον αν είναι άνθρωπος. Αν είναι Θεός, πρόκειται για «πολιτική προπαγάνδα» – και η όλη πορεία και Σταύρωσή του, γίνεται κάτι σαν σκηνοθετημένη παράσταση. Με έκβαση γνωστή εκ των προτέρων και κίνδυνο μηδενικό.

Η διδαχή του Ιησού προϋποθέτει ένα κόσμο ατελή, πόνου και δυστυχίας. Ένα κόσμο όπου, είτε δεν υπάρχει Θεός, είτε, αν υπάρχει, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την μοίρα των ανθρώπων. Σε αυτόν τον παράλογο κόσμο έρχεται ο Χριστός και προσφέρει ως αντίδοτο την αγάπη. Το κίνημά του, όχι μόνον δεν αποτελεί συμπλήρωμα ή ολοκλήρωση του θεϊκού έργου – βρίσκεται σε αντίθεση με αυτό. Αν υπήρχε Θεός παντοδύναμος και πανάγαθος, ο οποίος «τα πάντα εν σοφία εποίησεν», ο Χριστός και το κήρυγμά του θα περίττευαν. Ένα και μόνο νεύμα του παντοδύναμου, θα είχε εξαφανίσει τον πόνο και το κακό από την γη.

Η θεωρία ότι ο Θεός χρησιμοποιεί την οδύνη «για να μας δοκιμάσει», είναι εξευτελιστική για την οποιαδήποτε έννοια Θεού και ανάξια φιλοσοφικής διαπραγμάτευσης. Όσο για το σαδιστικό εφεύρημα του «προπατορικού αμαρτήματος», απόγονο των πρωτόγονων ταμπού – είναι σαφώς ένα εξουσιαστικό τέχνασμα του κάθε ιερατείου για να κρατάει δέσμιους τους πιστούς του.

Για την λύτρωση και σωτηρία του ανθρώπου, ο Ιησούς δεν προτείνει δογματικές ή ιεροτελεστικές, αλλά ηθικές λύσεις. Η δογματική του είναι δεδομένη για τους ακροατές του – αυτή του Εβραϊκού νόμου και των προφητών, τους οποίους «ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι». Δεν απαιτεί τόσο να πιστέψουμε σε κάτι όσο να κάνουμε κάτι. Δεν δίνει σημασία στην θρησκευτική τελετουργία αλλά στην ανθρώπινη πράξη («άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου»). Ακόμα και την πανίσχυρη στο Εβραϊκό χώρο έννοια της αμαρτίας, την ξεπερνάει με την αγάπη. Η ουσία αυτού του κηρύγματος είναι να φέρει τους ανθρώπους κοντά και με την δύναμη της αγάπης να τους δώσει την δυνατότητα επιβίωσης σε έναν απάνθρωπο κόσμο: τον κόσμο της φθοράς, της απώλειας και του θανάτου.

Έτσι λοιπόν για μένα, η διδασκαλία του Χριστού είναι ένα κήρυγμα διαμαρτυρίας για την ψυχρότητα και την σιωπή του σύμπαντος, ένα κήρυγμα πανανθρώπινης αλληλεγγύης μπροστά στην αδιαφορία των ουρανών. Ο Χριστός δεν είναι ούτε ο Υιός ούτε το συμπλήρωμα του Θεού. Αντίθετα: αν υποθέσουμε πως υπάρχει Θεός, ο Χριστός πολεμάει εναντίον του. Είναι ένας σοφός και πονετικός άνθρωπος, που προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές ενός ατελούς κόσμου.

Είναι σημαντικό πως ο Χριστιανικός μύθος βασίζεται στην Ανάσταση. Διότι Θεός μπορεί να μην υπάρχει – αλλά ο Θάνατος υπάρχει. Σίγουρα. Είναι αυτός που δημιούργησε τις θρησκείες. Η παρουσία και ο τρόμος του, οδήγησαν στις φαντασιώσεις για Θεούς, Σωτήρες, μέλλουσα ζωή, παράδεισο και κόλαση.  

Το πως η διδασκαλία του Ιησού αναμίχθηκε αργότερα με ένα σωρό ξένες δοξασίες και χρησίμευσε για να συνταχθεί ένα δόγμα, μία θεοδικία και για να παγιωθούν περίλαμπρα εξουσιαστικά οικοδομήματα (που έχουν εντελώς λησμονήσει την αφετηρία τους) αυτό το έχει καταδείξει ήδη η ιστορική έρευνα. Όταν αποκρυσταλλώθηκε οριστικά το δόγμα, η Αγάπη πέρασε στο περιθώριο.

Ενδιαφέρον: Η λέξη «αγάπη» απουσιάζει εντελώς από το Σύμβολο της Πίστεως (το γνωστό σε όλους «Πιστεύω»).

Κάποιος που σήμερα θα ξεκινούσε να διδάξει από την αρχή την Επί του Όρους Ομιλία, θα κινδύνευε – κυρίως από τους εκπροσώπους της εκκλησιαστικής και της κοσμικής εξουσίας. Κάτι γνώριζε εκείνος που από τους αρχαίους χρόνους την ονόμασε «σκάνδαλο».

Η πραγματική διδαχή του Ιησού δεν πρόλαβε να διαδοθεί. Δεν απέκτησε ποτέ την παραμικρή δυνατότητα να εξαπλωθεί και να πείσει. Οι ίδιοι οι κατηχητές και οι πιστοί της, την πρόδωσαν πρώτοι. Γι αυτό και μπορούμε να μιλάμε για ολική αποτυχία του Χριστιανισμού. Μπορεί να απέκτησε εκατοντάδες εκατομμύρια πιστούς, να ανέδειξε ιεράρχες και θεολόγους, να οικοδόμησε μυριάδες ναούς – αλλά δεν κατόρθωσε το ουσιαστικό: να αλλάξει τον κόσμο.

Είναι η μοίρα των μεγάλων διδασκάλων να προδίδονται από τους ίδιους τους πιστούς τους. Και ο Βούδας, που είχε σαν μόνο στόχο του την υπέρβαση του ανθρώπινου άλγους, που ουδέποτε θέλησε να θεολογήσει – θεοποιήθηκε μερικούς αιώνες μετά τον θάνατό του. Έγινε άγαλμα και εικόνα (παρά την ρητή του απαγόρευση για κάθε είδους απεικονίσεις) απέκτησε αγίους και οσίους, λειτουργούς και Δαλάι-Λάμες.

Φαίνεται ότι η επιθυμία των ανθρώπων για το επέκεινα και την εδώ τελετουργική απεικόνισή του είναι τόσο ισχυρή που τίποτα δεν μπορεί να της αντισταθεί. Όπως και η ανάγκη τους για μία «μαγική», ετεροκινούμενη λύση στα προβλήματά τους.

Σίγουρα είναι πιο εύκολο να ανάψεις ένα κερί, από το να κάνεις μία καλή πράξη. Να παρακαλέσεις έναν άγιο, από το να ασκήσεις την αγάπη.

Όλα αυτά δεν αφαιρούν αλλά προσθέτουν στο ανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού. Που οραματίστηκε ένα κόσμο πολύ πιο πλούσιο σε ανθρώπινες αξίες. Απλά η ανθρωπότητα δεν στάθηκε αντάξιά του.

_______________________________________________

Αυτά από έναν άνθρωπο που αποκαλεί τον εαυτό του «Άθεο Χριστιανό».

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Το 1985 και 1986 είχα δημοσιεύσει δύο κείμενα, που εικονογραφούν τις απόψεις μου. Έχουν λογοτεχνική μορφή αλλά καταθέτουν προβληματισμούς. Τα παραθέτω εδώ σαν συμπλήρωμα:

 

 

Νίκος Δήμου

 

Ο Βομβιστής των Ναών

 

Αν εσείς έρχεστε από τα μαγαζιά, όπου κάνατε τα Χριστουγεννιάτικα ψώνια σας, εγώ έρχομαι από άλλη χώρα. Όπου δεν υπάρχουν μαγαζιά, μήτε δώρα.

Αν εσείς ετοιμάζεστε να υμνήσετε την Γέννηση του Θεανθρώπου, εγώ έρχομαι από άλλο τόπο. Όπου τίποτα δεν τεκμηριώνει την ύπαρξη Θεού, ούτε Ανθρώπου.

Γιατί ποιος Θεός (Πανάγαθος, Παντοδύναμος) αφήνει αθώα βρέφη να πεθαίνουν μέσα σε μέγα μαρτύριο; (Και ποιος άνθρωπος, αν είναι Άνθρωπος;)

Πανάγαθος - Παντοδύναμος. Το παλαιό δίλημμα μπροστά στον πόνο των αθώων. Αν μπορεί (να σταματήσει τον πόνο) και δεν θέλει, δεν είναι Πανάγαθος. Αν θέλει και δεν μπορεί, δεν είναι Παντοδύναμος.

Κι ας μην έρθει τώρα ο γλυκερός θεολόγος να εξηγήσει: “ο Θεός μας δοκιμάζει” γιατί υβρίζει τον Ύψιστο. Τι τον θέλει - βασανιστή;

Από εδώ - από τον Πόνο, την Φθορά, τον Θάνατο - ξεκινάνε όλες οι θρησκείες, τα Φιλοσοφικά συστήματα, οι ιδεολογίες. Από εδώ η ιδέα του Θεού και η άρνησή της.

Αν αρνηθείς την ύπαρξή του δεν έχεις πια πρόβλημα να τον δικαιολογήσεις. Ένα τυχαίο σύμπαν μπορεί να είναι απάνθρωπο. Αλλά ένα τυχαίο σύμπαν δεν μπορεί να έχει τόσο υψηλό επίπεδο οργάνωσης όσο το δικό μας. Ο εγκέφαλός μας συμπτωματικό άθροισμα κυττάρων; Ο νόμος των πιθανοτήτων έχει αντίρρηση!

Προτιμώ την ιδέα πως υπάρχει Γενικό Πρόγραμμα - που κάπου ξεστράτισε. Μπήκαν στο Σύστημα παράσιτα, θόρυβοι - απρόβλεπτα στοιχεία. Χωρίς πρόγραμμα αποδοχής τους. Ο Πόνος κι ο Θάνατος, κενά του συστήματος;

- Μα είναι κουβέντες αυτές Χριστουγεννιάτικα; Άσε μας άνθρωπέ μου να φαμε μια γαλοπούλα!

Έτσι. Με τη λήθη. Με τη λήθη και το παραμύθι ζούμε όλοι. Τρωμε τη γαλοπούλα και ξεχνάμε. Αυτούς που δεν τρωνε. Που πεινάνε. Που πονάνε. Που πεθαίνουν. Την ίδια στιγμή. Την ίδια ώρα. Όχι μόνο στην Αφρική. Δίπλα - δυο σπίτια πιο κάτω. Ενώ γλεντάμε. Πίνουμε. Ευτυχώς. (Θα’ ρθει η σειρά μας!) Λήθη. Και παραμύθι: Ο Παράδεισος. Ουρί και πιλάφια. Αιώνια ζωή. Νησιά των Μακάρων. Μύθοι. Λήθη και μύθοι.

Πολλοί αγωνίστηκαν να καλύψουν τα κενά στο Πρόγραμμα. Ο πιο ειλικρινής (και πιο σκληρός) ο Βούδας. Ο πιο πονετικός (και γλυκύτερος) ο Ιησούς.

Έχετε σκεφθεί τι έντονη διαμαρτυρία αποτελεί το κήρυγμα του Χριστού εναντίον της τάξης του κόσμου; Σε ένα κόσμο τέλειο, όπου το Πρόγραμμα θα λειτουργούσε θαυμαστά, τι ανάγκη θα είχαμε για την αγάπη, για την συμπόνια, για την αδελφοσύνη; Η διδασκαλία του Χριστού έχει μόνο τότε νόημα, αν προϋποθέσει κανείς την ατέλεια, του κόσμου.

Μη σας μπερδεύουν τα θεολογικά και μεταφυσικά, τα νεοπλατωνικά και δογματικά -που άλλωστε προστέθηκαν πολύ αργότερα. Η ουσία αυτού του κηρύγματος είναι: άμυνα σε έναν απάνθρωπο κόσμο. Αγκαλιαστείτε, κρατηθείτε κοντά-κοντά, να αντέξουμε τον πόνο την δυστυχία και τον θάνατο. Γιατί ο κόσμος όχι μόνο δεν είναι τέλειος, παρά ξεχειλίζει από οδύνη.

Και τι έγινε; Εκκλησίες και ιεραρχίες δεσποτάδες και επίσκοποι, δόγματα και μύθοι, υποσχέσεις και εμπόριο, χρυσοποίκιλτα άμφια και θεολογική μεταφυσική. Κι η αγάπη; Που να χωρέσει σ’ όλα αυτά η αγάπη! Όταν η θρησκεία γίνεται εξουσία – τι δουλειά έχει η αγάπη; Η αγάπη είναι εναντίον της εξουσίας, μια και η εξουσία είναι ένα από τα δεινά που πλήττουν τον άνθρωπο.

Ένα επαναστατικό κήρυγμα έγινε κατεστημένο δόγμα. Μία διαμαρτυρία για την αδικία της Πλάσης έγινε δικαιολόγηση της τάξης του κόσμου. Α – το Πρόγραμμα είναι πιο ραφινάτο από ότι νομίζετε. Εκδικείται τους αμφισβητίες και τους εξουδετερώνει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο.

Αν λοιπόν εσείς γιορτάζετε Χριστούγεννα με τη λήθη και το παραμύθι - εγώ προτιμώ να μνημονεύσω τη γέννηση του πραγματικού Χριστού, που πάλεψε να ξεπεράσει την αδικία του κόσμου και την σκληρότητα της μοίρας. Που αντιτάχθηκε στους ισχυρούς και πολέμησε τις ιεραρχίες. Που δεν μίλησε για γαλοπούλες (ούτε για δώρα) αλλά για αγάπη. Την πιο επαναστατική ιδέα στον κόσμο.

Αν ζούσε σήμερα, σίγουρα θα γύριζε κάπου στα Εξάρχεια. (Με το μακρύ μαλλί και τα γένια, θα ταίριαζε πολύ.) Θα είχε βέβαια φάκελο στην Ασφάλεια. Κανένα κόμμα δεν θα τον ανεχόταν στις τάξεις του, λιγότερο από όλα, τα θεοσεβούμενα. Θα ήταν ειρηνιστής, οικολόγος και περιθωριακός.

Θα απεχθανόταν παπάδες και στρατιωτικούς (τις δύο πιο άχρηστες – και επικίνδυνες – επαγγελματικές τάξεις). Θα κήρυττε την αγάπη σε ώτα μη ακουόντων. Τα βράδια, με μία κιθάρα, θα τραγουδούσε τον πόνο των ανθρώπων. Θα έτρεχε στην Αιθιοπία – και όπου αλλού – να καλύψει τα κενά του Προγράμματος.

Κι όταν άκουγε τον καυγά για την εκκλησιαστική περιουσία, ίσως έβαζε καμιά βόμβα σε (άδεια) εκκλησία...

(Χριστούγεννα 1985)

 

Η απορία του ληστή

Από μικρό παιδί, όταν άκουγα τα Ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης ένιωθα συμπάθεια για τον αντιπαθέστερο ληστή. Όχι εκείνον που είπε το περίφημο “Μνήσθητί μου Κύριε…”, αλλά τον άλλο που “εβλασφήμει... λέγων: ει συ ει ο Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς”.

Αυτόν δεν τον πήρε μαζί του ο Ιησούς στον Παράδεισο, όπως τον πιο θεοφοβούμενο ομότεχνό του (“...σήμερον μετ'εμού έση εν τώ παραδείσω”). Τότε έβρισκα άδικη αυτή την προτίμηση. Γιατί να μην αξιωθεί κι ο άλλος αμαρτωλός την σωτηρία; Έστω κι αν είχε “βλασφημήσει”. (Πού; Πώς; Κι αυτό μου φαινόταν ασαφές.)

Δεν ξέρω πόσο καλά θυμόσαστε τη σκηνή (Λουκ. κγ' 39-44): Στον “Κρανίου Τόπον” σταυρώνεται ο Ιησούς, μαζί του και οι δύο “κακούργοι”. “Ον μεν εκ δεξιών ον δε εξ αριστερών”. Ο πρώτος κάνει τη βλάσφημη ερώτηση. Ο δεύτερος τον επιπλήττει: “Ουδέ φοβεί συ τον Θεόν;...”. Εμείς, συνεχίζει, δίκαια τιμωρούμεθα “ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξε.” Και, στρεφόμενος προς τον Ιησού: “Μνήσθητί μου Κύριε όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου”.

Τώρα, μετά τόσα χρόνια, μπόρεσα να εντοπίσω την δυσφορία μου. Ο “βλάσφημος” ληστής, με την ωμή, πραγματιστική απορία του, εκφράζει κάτι πολύ ανθρώπινο: τον ορθό λόγο. Τιμωρείται επειδή σκέπτεται λογικά - με τον τρόπο δηλαδή που είμαστε προγραμματισμένοι να λογιζόμαστε.

Γιατί, όσο κι αν φαίνεται αφελής η ερώτησή του, δεν παύει να είναι ακλόνητα λογική. Δεν αρνήθηκε, ούτε καν αμφισβήτησε την θεότητα του Ιησού. Την έθεσε σε απορητική δοκιμασία. (Αν...) Η βλασφημία του ήταν ότι δεν μπόρεσε να δεχθεί σαν δεδομένο το απίθανο - το ότι σταυρώνεται δίπλα του ο Υιός του Θεού!

Αν μάλιστα προεκτείνει κανείς περισσότερο την απορία του ληστή, μπορεί να περιλάβει όλο το “παράδοξο” (που θα έλεγε ο Kierkergaard) ή το “παράλογο” (absurdum, Τερτουλλιανός) του Χριστιανισμού. Γιατί ο παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός έπρεπε να διαλέξει ένα τόσο έμμεσο, περίπλοκο (και παράξενο!) δρόμο για την λύτρωση του ανθρώπου;

Ενανθρώπιση, Σταύρωση, Ανάσταση - τόσα θαύματα παρά την λογικήν - κι ακόμα ο πόνος κι η οδύνη περισσεύουν!

Μπορούσε, απλούστερα, ο Ποιητής των Πάντων, να καταργήσει το Κακό στον κόσμο. Μπορούσε (να η αφελής, βλάσφημη, ευθύγραμμη λογική) να ακυρώσει την αμαρτία. Γιατί να μην είναι αυτός ο κόσμος Παράδεισος; Τι νόημα έχει που αφήνει τον άνθρωπο να βασανίζεται; Τι εξυπηρετεί ο πόνος κι ο θάνατος αθώων; Κι αυτός ακόμα ο “κακός” ληστής, πόσο υπεύθυνος είναι για την κακία του - όταν τον έχει πλάσει μια πανάγαθη και πανίσχυρη βούληση;

Βέβαια ο ληστής, αν ήταν διανοούμενος, θα μπορούσε να πει με τον Τερτουλλιανό: “δύναμαι να το πιστέψω, επειδή είναι ανόητο (quia ineptum est)” ή “το θεωρώ σίγουρο διότι είναι αδύνατο (quod impossibile est)”. Μη ων σοφός, είπε αυτό που θα έλεγε κάθε άνθρωπος, ακολουθώντας τους νόμους της σκέψης. Είπε (κι αυτό μέσα στον πόνο, στο μαρτύριό του): “Αν είσαι ο εκλεκτός, τότε σώσε τον εαυτό σου και μας”. Και για αυτή του τη σκέψη, δεν αξιώθηκε τον Παράδεισο.

Ίσως ξενίζει που ονομάζω αυτόν τον άξεστο άνθρωπο ορθολογιστή. Όμως η πρόταση “αν... τότε” βρίσκεται στη βάση κάθε ανθρώπινης συλλογιστικής και επιστήμης. Η (όποια) θεωρία ξεκινάει με μία υπόθεση (αν) και ολοκληρώνεται με κάποια δοκιμή (τότε). Ο ληστής, όπως κι ο άλλος ορθολογιστής, ο Θωμάς, γύρευε κάποια απόδειξη. (Αν και, μέσα στο μαρτύριό του, μπορεί ακόμα περισσότερο να ζητούσε μια σωτηρία.)

Θαυμάζω αυτούς που, σαν τον καλό ληστή, πιστεύουν στο απίθανο χωρίς τεκμήρια. Πολλές φορές λυπάμαι που δεν μπορώ να τους ακολουθήσω. Θα ήταν σίγουρα πολύ πιο άνετη μία ζωή χωρίς τον καταναγκασμό της λογικής. Αλίμονο - όσο κι αν προσπάθησα, δεν κατόρθωσα να ξεφύγω από τον κλοιό της. (Παρά μόνο στους χώρους της Τέχνης. Το δικό της Θαύμα με πείθει.)

Φυσικό λοιπόν να συμπαθώ όσους μου μοιάζουν. Σαν τον "κακό" ληστή. Φοβάμαι πως, στην θέση του, τα ίδια θα έλεγα (αν τα κατάφερνα να μιλήσω. Δεν αντέχω τον πόνο.) Έστω, θα τα σκεφτόμουνα. Και θα έχανα τον Παράδεισο.

Κι ας μην σκεφθεί κανείς πως δεν εκτιμώ το κήρυγμα της Αγάπης. Ίσα-ίσα, που είμαι φανατικός οπαδός της. Ακριβώς επειδή υπάρχει ο πόνος στον κόσμο κι επειδή είναι παράλογος (κι ο πόνος κι ο κόσμος) η αγάπη είναι η μόνη καταφυγή. Την βλέπω όμως όχι σαν δοξολόγηση της κατάστασης των πραγμάτων - αλλά σαν διαμαρτυρία εναντίον της. Γιατί αν δεν ήταν ο κόσμος άδικος και παράλογος, τι θα χρειαζόταν η αγάπη;

Και γι αυτό (επειδή πιστεύω στην αγάπη) τρέφω ακόμα την παλιά παιδική μου πεποίθηση. Πως ο Χριστός, αφού τέλειωσαν όλα, θα ξαναθυμήθηκε και τον "κακό" ληστή. Και θα τον φώναξε κοντά του, στον Παράδεισο.

(Πάσχα 1986)