Η μπαλάντα των τέως (10.10.2013)

Ο παλιός φίλος έχει τύψεις.

Έφηβος έφυγε από την Ελλάδα και δεν ξαναγύρισε παρά μόνο για διακοπές. Σπουδές, δουλειά, οικογένεια – και ένα σπάνιο επίτευγμα. Κατόρθωσε να γίνει Ελβετός. Που σημαίνει ότι πριν από το κράτος έπρεπε να εγκριθεί η αίτησή του από την κοινότητα και το καντόνι στο οποίο ζει. Γίνεται δημοψήφισμα. Ελάχιστοι περνάνε αυτό το πρώτο σκαλί.

Δεν έχει ξεχάσει την Ελλάδα. Γι αυτό νιώθει ενοχές. Τυλιγμένος μέσα στο ασφαλέστατο Ελβετικό κουκούλι, μαθαίνει για τους παλιούς του φίλους. Νέος είχε μία παρέα εύπορων αστών. Τώρα ο ένας άνεργος στα εξήντα με παιδιά που σπουδάζουν. Ο άλλος χρεοκοπημένος. Ο τρίτος καταχρεωμένος.

Είχε έρθει στο σπίτι μου την ώρα που έφθασε και ο τρίτος ΦΑΠ της χρονιάς. Απόρησε: τρεις ίδιοι φόροι σε τρεις μήνες! Να ήταν μόνο αυτό, του είπα. Έχουμε και το χαράτσι της ΔΕΗ!

Καλά, μου απάντησε, ήξερα για την ανεργία των νέων και την δυσκολία των μικρομεσαίων αλλά βλέπω και τους κάποτε εύπορους να υποφέρουν...

Ελβετέ φίλε, αυτό το ανίκανο κράτος σε τιμωρεί με όσους τρόπους μπορεί να επινοήσει. Ελάχιστα σου προσφέρει, αμέτρητα απαιτεί. Σε τιμωρεί επειδή μία ζωή υπήρξες συνεπής φορολογούμενος. Επειδή κάποια εποχή ευημερούσες και απόκτησες ακίνητη περιουσία. Που τώρα δεν μπορείς ούτε να την πουλήσεις, ούτε να την νοικιάσεις. Αυτό το κράτος αφού σπατάλησε όσα δεν είχε, αφού απέτυχε παντελώς στην διαχείριση, αφού πνίγηκε στα χρέη, στέλνει τον λογαριασμό στους πολίτες. Πετσόκοψε μισθούς και συντάξεις, ρήμαξε επιχειρήσεις γεμίζοντας την χώρα ανέργους, κονιορτοποίησε τις αποταμιεύσεις (τα «ασφαλή ελληνικά ομόλογα»!) και κάθε μέρα ζητάει περισσότερα. Από τους συνεπείς φορολογούμενους βέβαια, γιατί τους φοροφυγάδες δεν τους ξέρει. Και αν ανήκες κάποτε στους «κατέχοντες», αλίμονό σου! Δεν τολμάς ούτε να παραπονεθείς, γιατί με τα δύο σπίτια σαράντα και εξήντα ετών που κατέχεις, ανήκεις στην «πλουτοκρατία», που την μαστιγώνει η Αριστερά. Τον πόνο των τέως πλούσιων κανένας δεν θα τον πει. Ξέρω απόγονους αρχοντικών οικογενειών που κληρονόμησαν μεγάλα ακίνητα και τώρα τρώνε στα συσσίτια της εκκλησίας…

Ο «Ελβετός» ήταν στα όρια του πανικού. Από την ημέρα που ήρθα, μου λέει, ακούω, τραγικές ιστορίες. Όσο μπορούσα, βοήθησα, αλλά θα χρειαζόμουν εκατό φορές περισσότερα από όσα έχω. Το πιο θλιβερό ήταν οι αξιοπρεπέστατοι άνθρωποι που δεν δέχονταν καμία βοήθεια και με τραπέζωναν πλουσιοπάροχα (με δανεικά, όπως μάθαινα εκ των υστέρων). «Για να θυμηθούμε τις παλιές καλές ημέρες» έλεγαν και με έκαναν να βουρκώνω…